Η Ελένη Ράντου παραχώρησε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στην εκπομπή “Πάμε Δανάη”. Η γνωστή ηθοποιός μίλησε για τη νέα της θεατρική δουλειά, τον σύζυγό της, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, αλλά και τη μητέρα της.
“Όταν δεν είμαι καλά, δε μιλάω. Τα τελευταία δύο χρόνια κλείστηκα πολύ και όταν είμαι σε τέτοια ψυχολογία δεν θέλω να το μοιράζομαι. Όταν υπάρχει μία ηλικία κι ένα παρελθόν, έχεις πολλά πράγματα να διαχειριστείς, οπότε μαζεύεις δυνάμεις, κάνεις απολογισμούς, συζητάς με τον εαυτό σου. Το θέμα του θανάτου δεν είναι λυμένο για κανένα μας, οπότε όλο αυτό δεν είναι και το πιο ευχάριστο θέμα για να μοιραστείς. Σκέφτηκα μέχρι και να εγκαταλείψω τη δουλειά, σκεφτόμουν πως θα ξαναβρώ κουράγιο για να ξαναμπώ. Σκέφτηκα να πάω πίσω από τη σκηνή και τα φώτα”, τόνισε χαρακτηριστικά.
Η Ελένη Ράντου μίλησε για τη νέα της θεατρική δουλειά με τίτλο «Το πάρτι της ζωής μου» και ανέφερε ότι είναι μία αναδρομή ζωής μίας γυναίκας από τα επτά της μέχρι τα 55 της, με φόντο τα οικογενειακά τραύματα και μία σκια θανάτου στο σπίτι.
«Η παράσταση έχει τρομερές απαιτήσεις. Είμαι επί δύο ώρες στην σκηνή και το σώμα μου έχει πάθει επτά κράμπες, τρεις θλάσεις, πέντε τενοντίτιδες. Ό,τι γράφει κάποιος έχει πολύ από τον εαυτό του, όχι γεγονότα ζωής, αλλά τον τρόπο που βλέπει τη ζωή. Εδώ στο φινάλε υπάρχουν έντονα προσωπικά στοιχεία», δήλωσε.
Η ηθοποιός αναφέρθηκε και στον σύζυγό της, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, και μίλησε για τον πρώτο καιρό της σχέση τους.
«Το οικοδόμημα της ζωή μας με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου δεν έπεσε ποτέ, ίσως επειδή είμαστε δυο ισχυρές προσωπικότητες. Συνήθως το κάστρο απειλείται όταν η μία είναι λιγότερο δυνατή προσωπικότητα από την άλλη και καταπιέζεται. Όταν γνωριστήκαμε με τον Βασίλη, εγώ έκανα τα πρώτα μου βήματα, οπότε εκείνος αποδέχτηκε το δικό μου ξεδίπλωμα που ερχόταν σιγά – σιγά. Το θέμα είναι εάν εγώ θα άντεχα το βάρος του «είσαι η γυναίκα του τάδε…». Όταν γνωριστήκαμε δεν ήμουν «η Ελένη μας», αλλά «το καινούργιο κορίτσι του Βασίλη. Με στρίμωχνε η ιδέα ότι πρέπει να αποδείξεις ότι δεν είσαι το «νούμερο 9» ή «νούμερο 10» στη ζωή κάποιου άλλου».
«Όταν ξεκίνησα, για το θέμα θιασάρχης είχαν ανοίξει το δρόμο η Καρέζη, η Βουγιουκλάκη, η Δανδουλάκη. Μας τον είχαν αφήσει αυτόν τον τομέα οι άντρες. Τα τελευταία χρόνια, από την κρίση και μετά, οι άντρες δυσανασχετούν πάρα πολύ όταν έρχονται στο θίασο γυναίκας, είναι πολύ πιο ανταγωνιστικοί», είπε και συνέχισε:
«Παρότι συζητάμε για τα δικαιώματα της γυναίκας, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Έχω νιώσει να με υποτιμούν ακόμη και στην καθημερινότητά μου. Τα πράγματα έγιναν επιθετικά την τελευταία δεκαετία, άντρες ανέβαζαν έργα μόνο με άντρες και τους άντρες θιασάρχες τους εμπιστεύονταν περισσότερο. Έχω περάσει τα 50 και τώρα δικαιώνομαι. Πάντα υπάρχει «η γλυκούλα», αλλά τα «ικανή και ταλαντούχα» έρχονται δεύτερα».
«Έβαλα στο Google το όνομά μου και η εικόνα που βγαίνει προς τα έξω δεν είναι ανάλογη ούτε του κόπου μου ούτε της δουλείας μου. Μετά από τριάντα χρόνια δουλείας έναν σεβασμό τον ένιωσα στη φετινή θεατρική μου δουλειά με το «Πάρτυ της ζωής μου». Διάβαζα στο ξεκίνημα μου ότι «τρώω τα λεφτά του Βασίλη στο θέατρο» και έρχονταν τότε όλοι και μου ζητούσαν τα εξαπλάσια για να δουλέψουν», αποκάλυψε.
Η ίδια τόνισε πως ποτέ δεν στάθηκε σε μικροαστικές μπούρδες, ενώ αναφέρθηκε και στο πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει η μητέρα της.
«Η μητέρα μου έχει άνοια τα τελευταία πέντε χρόνια και η πανδημία το έκανε πιο δύσκολο, γιατί έπρεπε να προσέχουμε περισσότερο. Ζούμε μαζί με τη μητέρα μου, δυστυχώς η άνοια είναι ασθένεια που δεν χρηματοδοτείται αρκετά για να βρεθεί ανακούφιση. Υπάρχει η παρελθοντική μνήμη στη μητέρα μου, δεν υπάρχει η τωρινή. Οι μνήμες αρχίζουν και σβήνονται από τις πιο πρόσφατες. Ξεκινάς να μη θυμάσαι τι έχεις φάει σήμερα και μετά πας να ξεχάσεις όλα όσα έχουν συμβεί πριν από 50 χρόνια. Οι φροντιστές ανθρώπων που έχουν άνοια χρειάζονται ψυχολογική υποστήριξη, είναι πολύ οδυνηρό για τους φροντιστές, κι εγώ το παλεύω… Είναι δύσκολο. Αν δεν φροντίσεις εσύ τον εαυτό σου, δεν θα μπορέσεις να φροντίσεις και τον άλλο, γιατί η άνοια είναι μακροχρόνιο και πολύ οδυνηρό μονοπάτι».