Τα καρύδια αποτελούν φυσικό αγχολυτικό και βοηθούν στη βελτίωση της διάθεσης και του ύπνου. Το άγχος που κατακλύζει ολοένα και περισσότερο τις ζωές μας, δυσκολεύει την καθημερινότητά μας και επηρεάζει την ψυχική αλλά και σωματική μας υγεία.
Νέα έρευνα αποκαλύπτει ότι μόλις 56 γραμμάρια καρυδιών ημερησίως, είναι αρκετά για να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των βλαβερών επιπτώσεων του στρες.
Τα καρύδια έχουν την υψηλότερη περιεκτικότητα σε αντιοξειδωτικά από όλους τους ξηρούς καρπούς, τα όσπρια και τα δημητριακά.
Περιέχουν νευροπροστατευτικές ενώσεις, όπως βιταμίνη Ε, φυλλικό οξύ, μελατονίνη, πολυφαινόλες και μαγνήσιο.
Το σχήμα του καρυδιού μοιάζει με το αριστερό και το δεξί ημισφαίριο. Οι πτυχές στο καρύδι είναι παρόμοιες με εκείνες του νεοφλοιού. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι τα καρύδια αποτελούν «τροφή για το μυαλό».
Είναι πλούσια σε καλά λιπαρά, τα οποία ο εγκέφαλος και το νευρικό μας σύστημα χρειάζονται για να μειώσουν το άγχος. Βελτιώνουν επίσης τη διάθεση και την ποιότητα του ύπνου.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η καθημερινή κατανάλωση καρυδιών απέτρεψε ανησυχητικές μεταβολές στην ψυχική υγεία. Φάνηκε επίσης να βελτιώνουν τον μεταβολισμό αυξάνοντας τα επίπεδα ολικής πρωτεΐνης και αλβουμίνης, παραγόντων που λειτουργούν προστατευτικά έναντι του άγχους. Η κατανάλωση καρυδιών βοήθησε και στη βελτίωση του ύπνου.
«Γνωρίζαμε πάντα ότι τα καρύδια είναι μια τροφή που προάγει την υγεία. Λόγω του σχεδιασμού και της διάρκειας αυτής της μελέτης, τα ευρήματα δίνουν πραγματικά μια εικόνα για το πώς μια απλή τροφή όπως τα καρύδια μπορεί να βοηθήσει στην καταπολέμηση του στρες», εξηγεί ο ερευνητής Mauritz F. Herselman.
Τα ευρήματα αυτά συνάδουν με άλλες κλινικές μελέτες που συνδέουν τα καρύδια με τη μείωση της συχνότητας των καταθλιπτικών συμπτωμάτων, τη βελτίωση της διάθεσης και την επίτευξη καλύτερης συνολικής υγείας σε μεγαλύτερη ηλικία.
«Είναι σαφές ότι η κατανάλωση καρυδιών ως υγιεινό διατροφικό πρότυπο μπορεί να έχει θετικές επιδράσεις στη νόηση και την ψυχική υγεία, ενδεχομένως λόγω της άφθονης περιεκτικότητάς τους σε ωμέγα-3», προσθέτει η Larisa Bobrovskaya, PhD, Καθηγήτρια Κλινικών Επιστημών και Επιστημών Υγείας στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Αυστραλίας.