Το λυσάρι της ζωής: Έρχεται στους κινηματογράφους στις 23 Μαΐου – Τι λέει ο σκηνοθέτης Michel Gondry

Ο Michel Gondry, δημιουργός μιας από τις πιο αγαπημένες ταινίες του 21ου αιώνα της  ταινίας «Αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού» (Eternal Sunshine of the Spotless  Mind), επιστρέφει με μία αυτοβιογραφική κωμωδία για έναν ταλαντούχο και εκκεντρικό  σκηνοθέτη που παρασύρεται από το δημιουργικό του χάος. 

Τον πρωταγωνιστή και alter ego του Michel Gondry υποδύεται περίφημα ο Pierre  Niney πλάι στις Blanche Gardin, Françoise Lebrun, Frankie Wallach και Camille  Rutherford.

Η ταινία “Το λυσάρι της ζωής” προβάλλεται στους κινηματογράφους στις 23/5 από τη Feelgood.

H σύνοψη

Όταν οι χρηματοδότες του απειλούν να του αφαιρέσουν τη δυνατότητα να έχει τον πρώτο λόγο στη νέα του ταινία, ο σκηνοθέτης Marc Becker κλέβει τους σκληρούς δίσκους που περιέχουν το υλικό που έχει γυριστεί και πηγαίνει στην εξοχή. Εκεί, κρύβεται στο σπίτι της θείας του, Denise, και προσπαθεί να ολοκληρώσει την ταινία με τη βοήθεια των πιο πιστών μελών του συνεργείου του, κυρίως της ταλαιπωρημένης αλλά αφοσιωμένης μοντέρ του – αλλά βρίσκει πως το πράγμα έχει ξεφύγει καθώς περνάει από τη μια μανιακή ιδέα στην άλλη.

Αντλώντας έμπνευση από τη δική του εμπειρία στην παραγωγή, ο ιδιοφυής σκηνοθέτης Michel Gondry μάς φέρνει μια χαρακτηριστικά ευφάνταστη και εκπληκτικά εγκάρδια ταινία, παραδίδοντας ένα αξέχαστα τρελό πορτρέτο ενός δημιουργικού σκηνοθέτη που παλεύει να βρει τον δρόμο του.

H ταινία έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών (Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών).

Συνέντευξη με τον σκηνοθέτη Michel Gondry 

(της Anne-Claire Cieutat) 

Το λυσάρι της ζωής ακούγεται σαν διπλός φόρος τιμής προς τους συνεργάτες  σας και τη θεία Σουζέτ, την οποία έχετε απαθανατίσει στην ταινία «Αγκάθι στην  Καρδιά» (The Thorn in the Heart) και στην οποία αφιερώνετε αυτή την ταινία.  Είναι μία ταινία εξίσου τρυφερή προς εκείνους όσο και αυτοσαρκαστική;  

Συχνά λέω στους ηθοποιούς μου ότι είναι σημαντικό να νιώσουν συμπάθεια απέναντι στον Μαρκ, παρόλο που μπορεί να ενοχληθούν από τη συμπεριφορά του. Όσο για τη  Σουζέτ, ήταν πάντα η μεγαλύτερη θαυμάστριά μου: από τότε που γεννήθηκα, την ενθουσίαζαν οι δημιουργίες μου. Με συνέχαιρε για κάθε μου δημιουργία. Ήμουν το  αγαπημένο της οικογενειακό μέλος. Η Ντενίζ, σε αυτή την ταινία, έχει αρχές και προ σπαθεί να χαλιναγωγήσει τον Μαρκ για το καλό του. Ασυνείδητα, κάνει τα πάντα για να  τον κρατήσει κοντά της.  

Όσο για τον αυτοσαρκασμό, είναι ένα υλικό που μου επιτρέπει να χτίσω αυτή την  ιστορία και να κάνω τον θεατή να γελάσει, γιατί μερικές καταστάσεις είναι γελοίες και ξεκαρδιστικές. Κάνοντας μερικώς αυτοβιογραφικές ταινίες έχω τη δυνατότητα να  αναγνωρίσω τα κίνητρα των χαρακτήρων. Η μοντέρ μου, την οποία υποδύεται η  Blanche Gardin, μου είπε κάποτε ότι πιο συχνά ανησυχούσε για εμένα παρά θύμωνε.  Είναι ένα συναίσθημα τρυφερότητας που ήθελα να συμπεριλάβω στην ταινία. 

Είναι η μυθοπλασία ένας τρόπος να συνδέεστε με τους ανθρώπους για τους  οποίους νοιάζεστε; 

Η μυθοπλασία επιτρέπει να δημιουργήσεις έναν κόσμο στον οποίο θα ήθελες να ζεις  με τους ανθρώπους που αγαπάς. Για αυτό ποτέ δεν χρησιμοποιώ τις ταινίες μου για να  κλείσω λογαριασμούς, αλλά, αντιθέτως, προσπαθώ πάντα να είμαι τρυφερός απέναντι  στους χαρακτήρες μου και εκτονώνομαι μέσω του Μαρκ, που με εκπροσωπεί. 

Μία από τις κωμικές πηγές της ταινίας πηγάζει από το γεγονός ότι ο Μαρκ αντιλαμβάνεται τις ιδέες του ως επιφοίτηση και σκοπεύει να τις μεταμορφώσει σε  συστήματα.  

Ο Μαρκ έχει μία εξωγήινη πλευρά, ο τρόπος που σκέφτεται διαφέρει από τη νόρμα.  Υποθέτει πως ό,τι κάνει είναι επαναστατικό, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής  και της περίσκεψης γύρω από τις πράξεις του. Κάτι τέτοιο τον κάνει να νιώθει ότι ζει  μία μοναδική στιγμή. Ο Μαρκ πιστεύει σε ό,τι κάνει σε σημείο που θέλει να εκδώσει  βιβλίο. Όταν ήμουν παιδί, πίστευα ότι υπάρχουν μηχανισμοί στον πόλεμο που μπορούν  να εντοπιστούν σε μικρότερη κλίμακα στις οικογενειακές συγκρούσεις. Προφανώς,  αυτό είναι απλοϊκό και μεγαλομανές, αλλά ο Μαρκ διακρίνει την ευφυία στην απλότη τα. Είναι σοβαρός και ειλικρινής, όπως κι εγώ σαν ήμουν παιδί, όταν πίστευα ότι είχα  ανακαλύψει τον τρόπο που έχει εφευρεθεί το τηλεσκόπιο κοιτάζοντας τις τρύπες στα  φύλλα των δέντρων ή όταν νόμιζα ότι η μετριοφροσύνη μου ήταν κομμάτι του μεγαλεί ου μου. Μπορεί να έχω υπάρξει αλαζόνας στη συμπεριφορά μου απέναντι σε κάποιον,  αλλά την ίδια στιγμή έχω νιώσει άπειρο θαυμασμό για το πρόσωπό του. Μπορούν να  συνυπάρχουν αυτά τα δύο. 

Με αυτήν την ταινία, βρισκόμαστε ανάμεσα στο Εύρηκα του Edgar Poe, το οποίο  στοχεύει να λύσει τα μυστήρια του σύμπαντος, στο ιαπωνικό kôan, που κλονίζει  τον νου, και το πρακτικό εγχειρίδιο. Αυτό που μας κάνει να γελάμε είναι ότι ο  Μαρκ καταλήγει να εκδίδει ένα αφηρημένο έργο, που τείνει να είναι παράλογο και  ποιητικό.  

Είναι ο τρόπος του να καλύψει τα όριά του μέσα από το μεγαλείο. Αναζητά να περιορί σει τα πράγματα στην ουσία τους. Ο Μαρκ καταργεί όλες τις αναφορές. Το λυσάρι της  ζωής είναι το αποτέλεσμα αυτής της ακύρωσης. Όλα αρχίζουν ξανά από το μηδέν.  Όταν έγραφα, θυμήθηκα πως όταν ήμουν παιδί έγραφα στο δωμάτιό μου: «Όταν είσαι  πεπεισμένος, σκάσε». Πίστευα ότι μπορώ να συνεισφέρω κάτι που θα βοηθούσε όλο τον  κόσμο. Είχα επίσης υπόψη μου το βιβλίο του Robert Bresson, «Notes on  Cinematography», που έχει λίγες προτάσεις ανά σελίδα και σε βάζει σε σκέψεις για  μέρες.  

Μας δίνεται η αίσθηση ότι ο Μαρκ διψάει για επίλυση διαφορών, ανεξαρτήτου  κλίμακας. 

Για τον Μαρκ, όλα αφορούν τον πειραματισμό και την επίλυση. Πιστεύει ότι όλοι μπορούν να βρουν τη λύση σε δυσεπίλυτα προβλήματα. Η πίστη του σε αυτή τη διαδικασία  είναι ατελείωτη. Φυσικά, βρίσκεται συνεχώς σε σύγκρουση.  

Ο Μαρκ δεν μπορεί να δει την ταινία του. Τον ενδιαφέρει περισσότερο η πράξη της δημιουργίας παρά ο καρπός της; 

Δεν ξέρω γιατί ο Μαρκ δεν μπορεί να δει την ταινία του. Παρ’ όλη την αλαζονική του  αυτοπεποίθηση σε ό,τι αφορά τα εγχειρήματά του, μπορεί να νιώθει ντροπή για αυτά.  Ίσως είναι το μοναδικό πράγμα για το οποίο φέρει ευθύνη. Ή μπορεί να είναι το μόνο  πρότζεκτ που ξεκίνησε πριν τη «μεταμόρφωση» του. 

Ποια ήταν η αφετηρία για το σενάριο; 

Όταν ήμουν νέος, ένας φίλος είχε μία γρήγορη μοτοσυκλέτα. Με πήρε για βόλτα. Πήγαμε από  τα 0 στα 120 χιλιόμετρα σε πέντε δευτερόλεπτα. Ένιωσα απίθανα. Δεν ανέβηκα ξανά στη  μοτοσικλέτα, γιατί δεν μου αρέσει ο κίνδυνος, αλλά κατάλαβα ότι υπάρχουν συναισθήματα  που μας είναι άγνωστα. Όταν ήμουν ο Μαρκ και έδινα ζωή σε μία ιδέα, είχα αυτό το συναίσθημα. Μία απερίγραπτη ευφορία. Προφανώς, δεν ήταν κάτι φυσιολογικό. Προσπάθησα να το  αιχμαλωτίσω σε αυτή την ταινία. Αυτή ήταν η αφετηρία. Όχι ακριβώς μία ταινία, και αναρωτιέ μαι πώς κατέληξα στο σπίτι της θείας μου με μία κάμερα, με έμπειρους τεχνικούς, τον Pierre  Niney, την Blanche Gardin και όλους τους κατοίκους του χωριού για να διηγηθώ αυτή την  ιστορία. Ο Georges Bermann, ο παραγωγός μου, έκανε ένα θαύμα.  

Η ευρηματικότητα και η πρακτικότητα είναι εξίσου σημαντικές. Ο Μαρκ κάνει μία ταινία  και φτιάχνει μία καρέκλα με τον ίδιο ενθουσιασμό.  

Ο σεβασμός μου για τη χειρωνακτική εργασία έχει πολλαπλασιαστεί. Θυμάμαι έναν κτίστη που είχε έρθει για να ανακαινίσει το πάτωμα στο σπίτι μας. Του ζήτησα να γίνω ο μαθητευόμενός  του. Επίσης, ελπίζω η ταινία να δείχνει τον τεράστιο σεβασμό που τρέφω για τη μοντέρ μου.  

Το “truckediting” που προτείνει ο Μαρκ στη μοντέρ του Σαρλότ θυμίζει το αυτοκίνητο που μοιάζει με μικρό σπίτι στο Απίθανο ταξίδι. Κι εδώ επινοείτε συνδυαστικές λειτουργίες για τα αντικείμενα. 

TOURNAGE DE “LE LIVRE DES SOLUTIONS” DE MICHEL GONDRY AVEC PIERRE NINEY ET FRANÇOISE LEBRUN

Αυτά τα δύο οχήματα είναι ξαδέρφια, πράγματι. Μου αρέσουν οι συνδυασμοί αντικειμένων.  Αυτό το φορτηγό ήταν στο γκαράζ μου για 60 χρόνια. Είχα την ιδέα να το μεταμορφώσω για  καιρό και η ταινία μού έδωσε την ευκαιρία να την πραγματοποιήσω. Μου αρέσει που παρόλο  τον ανταγωνισμό ανάμεσα στον Μαρκ και τη Σαρλότ, εκείνη γοητεύεται από τη δημιουργικότη τα του. Γι΄ αυτό παρακολουθεί τον Μαρκ να διευθύνει την ορχήστρα έχοντας την εντύπωση ότι  κάνει μουσική επανάσταση. Αρχικά, υποτίθεται ότι θα έδειχνε αδιαφορία, αλλά η Blanche  πρότεινε να αφήσω τον χαρακτήρα να τον παρακολουθεί με τρυφερότητα. 

Με αυτή την ταινία, βρισκόμαστε ανάμεσα στο Εύρηκα του Edgar Poe, το οποίο  στοχεύει να λύσει τα μυστήρια του σύμπαντος, στο ιαπωνικό kôan, που κλονίζει  τον νου, και το πρακτικό εγχειρίδιο. Αυτό που μας κάνει να γελάμε είναι ότι ο Μαρκ καταλήγει να εκδίδει ένα αφηρημένο έργο, που τείνει να είναι παράλογο και  ποιητικό.  

Είναι ο τρόπος του να καλύψει τα όριά του μέσα από το μεγαλείο. Αναζητά να περιορίσει τα πράγματα στην ουσία τους. Ο Μαρκ καταργεί όλες τις αναφορές. Το λυσάρι της  ζωής είναι το αποτέλεσμα αυτής της ακύρωσης. Όλα αρχίζουν ξανά από το μηδέν.  Όταν έγραφα, θυμήθηκα πως όταν ήμουν παιδί έγραφα στο δωμάτιό μου: «Όταν είσαι  πεπεισμένος, σκάσε». Πίστευα ότι μπορώ να συνεισφέρω κάτι που θα βοηθούσε όλο τον  κόσμο. Είχα επίσης υπόψη μου το βιβλίο του Robert Bresson, «Notes on  Cinematography», που έχει λίγες προτάσεις ανά σελίδα και σε βάζει σε σκέψεις για  μέρες.  

Πώς συνεργαστήκατε με τον Etienne Charry για τη μουσική;  

Ο Etienne συνέθεσε τη μουσική χωρίς να έχει δει την ταινία. Του έδωσα μικρά κλιπάκια που  βρήκα στο διαδίκτυο για να τον καθοδηγήσω από σεκάνς σε σεκάνς. Για παράδειγμα, για τη  σεκάνς του τσακωμού, του έφτιαξα ένα μικρό μοντάζ από βίντεο με τρακαρισμένα αυτοκίνητα.  Καθώς προχωρούσε με τη σύνθεση, μου έστελνε πράγματα που τον ενέπνεαν και ταίριαζαν  τέλεια. Τα κατάφερε σπουδαία.  

Πώς σχεδιάσατε τον φωτισμό και την κίνηση της κάμερας;  

Αγαπώ τον διευθυντή φωτογραφίας μου τον Laurent Brunet. Κάθε φορά που ψάχνω το κάδρο  και τον ζητάω, είναι πάντα από πίσω μου και παρατηρεί αυτό που βλέπω χωρίς να το καταλα βαίνω. Στο χωριό που κάναμε γύρισμα, όλα είναι πανέμορφα. Προσπαθώ να είμαι όσο πιο  απλός γίνεται για να έχω τους ηθοποιούς στο κάδρο και να τους ακολουθώ χωρίς να κινώ την  κάμερα όταν δεν είναι απαραίτητο. Ήθελα να διατηρήσω μία κάποια ελευθερία ώστε οι ηθο ποιοί να μη νιώθουν εγκλωβισμένοι.  

Πώς βγήκατε από αυτή την ταινία;  

Νόμιζα ότι θα ήταν μία τραυματική εμπειρία. Αλλά ένιωσα όλη την ομάδα μαζί μου, και τους  ηθοποιούς. Ήθελαν να καταλάβουν και να με βοηθήσουν να καταλάβω τι είχε συμβεί στο  κεφάλι μου πριν από οχτώ χρόνια. Οπότε ήταν το αγαπημένο μου γύρισμα. Και μου άρεσε που  συνεργάστηκα με τη μοντέρ μου, την Élise Fiévet, που είναι τρυφερή και σκληρή. Και πάνω  από όλα το ίδιο μου το μυαλό. 

Αυτή η σεκάνς είναι εμπνευσμένη από δική σας εμπειρία: έχετε διευθύνει μία ορχήστρα με  τον ίδιο τρόπο.  

Ναι, είχα βρει αυτό το σύστημα κατά το οποίο διευθύνω μία ορχήστρα με τα χέρια, τα πόδια μου  και το σώμα μου. Λειτουργούσε πολύ καλά.  

Το σπίτι του Μαρκ θυμίζει ερασιτεχνικά κινηματογραφικά στούντιο, όπως αυτά που έχετε  δημιουργήσει παντού;  

Ω, καλύτερα να μη μιλήσω για αυτό το σπίτι. Το αγόρασα στη Μαρκ φάση μου. Είναι ένα ερείπιο  και δεν ξέρω τι να το κάνω πια. Όλοι προσπάθησαν να με μεταπείσουν και να μην το αγοράσω.  Οι αντιρρήσεις τους ενέτειναν τη σιγουριά μου. Σκέφτηκα ότι δεν συμφωνούσαν γιατί δεν κατα λάβαιναν τον σκοπό μου, όπως εξηγώ στο διάγραμμα με τα τόξα στην ταινία. Κάθε τόξο έχει ένα  πολύ συγκεκριμένο νόημα.  

Πώς επιλέξατε το καστ;  

Το 2012, ο Pierre Niney μου ζήτησε να είμαι ο μέντοράς του. Με συγκίνησε που ένας νεαρός  Γάλλος ηθοποιός με επέλεξε και κρατήσαμε επαφή. Φυσικά τον σκέφτηκα για τον ρόλο του  Μαρκ. Σκέφτηκα ότι είχε κάνει παρόμοιες επιλογές ως ηθοποιός, ότι μπορεί να είναι πολύ αστεί ος. Επίσης, για να μπορώ να ταυτιστώ με έναν ηθοποιό, δεν πρέπει να είναι και πολύ αρρενω πός.  

Η Blanche Gardin είναι καλή ακροάτρια. Εκπέμπει σθένος χωρίς να μιλάει. Είναι αστεία, φυσικά  και έχει τις χαρακτηριστικές κινήσεις ενός μοντέρ. Η Blanche είναι πολύ φυσική και μπορεί να  κινηθεί από το δέος στην ενόχληση με εκφραστική δεξιότητα. Έχει και μία μητρική πλευρά, ένα  στοιχείο ανεκτίμητο για την εδραίωση της σχέσης μεταξύ της Σαρλότ και του Μαρκ. 

Η Françoise Lebrun είναι μία υπέροχη ηθοποιός, με μεγάλη κομψότητα. Δίνει έναν συνδυασμό  τρυφερότητας και αποφασιστικότητας στην Ντενίζ, που διέκρινε τη θεία μου Σουζέτ, χωρίς  όμως να τη μιμείται. Η Ντενίζ είναι ένας ξεχωριστός χαρακτήρας που σχεδόν με κάνει να  ξεχνάω τη Σουζέτ. Η Frankie Wallach, που υποδύεται τη Σίλβια, τη βοηθό του Μαρκ, μπορού σε να χειρίζεται τον Μαρκ με αμεσότητα, χωρίς ίχνος επιθετικότητας. Η Camille Rutherford  έχει μεγάλο εκτόπισμα, χωρίς να το γνωρίζει.  

Συντελεστές 

Σενάριο/Σκηνοθεσία: Michel Gondry 

Καστ: Pierre Niney, Blanche Gardin, Françoise Lebrun, Frankie Wallach,  Camille Rutherford, Vincent Elbaz 

Διεύθυνση Φωτογραφίας: Laurent Brunet 

Σκηνογραφία: Pierre Pell 

Κοστούμια: Florence Fontaine 

Μοντάζ: Elise Fievet 

Μουσική: Etienne Charry 

Tags:

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Newsletter

#StayInStyle

Λάβετε ειδοποίηση για νέα άρθρα