Τα τελευταία χρόνια η γαστρονομία έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας, κυρίως μέσω των τηλεοπτικών εκπομπών και αντίστοιχων διαγωνισμών μαγειρικής. Μάλιστα όταν πρωτοξεκίνησε το MasterChef, δεν ήταν λίγες οι φορές που αναρωτιόμασταν σε τι γλώσσα μιλάνε και γιατί εμείς δεν καταλαβαίνουμε τίποτα, ή έστω καταλαβαίνουμε μια δυο λέξεις.
Η ορολογία της μαγειρικής θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί ολόκληρη γλώσσα, τόσο πλούσια σε λέξεις και νοήματα, που δύσκολα μπορεί κανείς να την κάνει κτήμα του. Ξεκινάμε, λοιπόν, να παρουσιάζουμε μέσα από τη στήλη Λεξικό γαστρονομίας, και με αλφαβητική σειρά όλες αυτές τις λέξεις-βασικούς όρους, ώστε να μπορούμε και εμείς να συνομιλούμε ως chef, ή έστω sous-chef.
Αγιορίτικο
Τρόπος μαγειρικής των μοναστηριών του Αγίου Όρους που ταυτίστηκε με την έννοια του νηστίσιμου φαγητού.
Αϊσινγκ (Ιcing)
Είδος γλάσου που χρησιμοποιείται κυρίως στις Η.Π.Α. για να καλύψει γλυκά, συνήθως κέικ ή κουλουράκια. Φτιάχνεται από ζάχαρη, γάλα, ασπράδια αβγών και τυρί κρέμα.
Akvavit ή aquavit (Ακβάβιτ)
Παραδοσιακό απόσταγμα σιτηρών ή πατάτας από τη Σκανδιναβία, όπου παράγεται από τον 15ο αιώνα. Παίρνει το άρωμά του από τη χρήση μπαχαρικών και βοτάνων και ο κύριος αρωματικός παράγοντας που χαρακτηρίζει την προσωπικότητά του είναι το κύμινο. Συνήθως έχει 40% αλκοολικούς βαθμούς. Το όνομά του προέρχεται από τα λατινικά «άκβα βίτε», που σημαίνει νερό της ζωής.
à l’ allemande (αλ – αλμάντ)
Γαλλικός όρος για πιάτα με βάση τα ζυμαρικά ή τις πατάτες με γαρνιτούρες από τη γερμανική κουζίνα, όπως σουκρούτ και λουκάνικα.
Ο όρος αναφέρεται επίσης σε πιάτα εμπλουτισμένα με τη γαλλική σάλτσα Αλμάντ (Allemande), που σημαίνει γερμανική σάλτσα και η οποία παρασκευάζεται από τη βασική σάλτσα βελουτέ (velouté) με την προσθήκη κρόκων αβγών και κρέμας γάλακτος και αρωματίζεται με λεμόνι.
à l’ alsacienne (αλ – αλσασιέν)
Γαλλικός όρος για πιάτα με γαρνιτούρες προερχόμενες από την κουζίνα της Αλσατίας, όπως σουκρούτ, καπνιστά λουκάνικα, ζαμπόν και αρακά.
all’ amatriciana (αλ – αματριτσιάνα)
Ιταλικός τρόπος μαγειρέματος με σάλτσα ντομάτας, κρεμμύδι σε κύβους και μπέικον. Αφορά σάλτσες ζυμαρικών, αλλά και κρεατικά και ρύζι.
Αl dente (αλ ντέντε)
Ιταλικός όρος που περιγράφει το πόσο πρέπει να βράσουν τα ζυμαρικά ώστε να έχουν την ιδανική υφή. Ειδικότερα τα ζυμαρικά, πρέπει όταν τα δαγκώνει κανείς,να «κρατάνε» λίγο και να μην είναι παραβρασμένα. Κατά λέξη σημαίνει «στο δόντι».
Αllumette (Αλιμέτ)
Πατάτες κομμένες σε μέγεθος σπιρτόξυλου που τηγανίζονται και παίρνουν χρυσαφί χρώμα.
Αλισίβα
Κοινώς σταχτόνερο. Λέγεται επίσης κατασταλαγή ή αλουσά. Αλκαλικό διάλυμα, το οποίο προκύπτει αφού βράσουμε κοσκινισμένη τέφρα αποκλειστικά από ξύλα σε βρόχινο νερό και σουρώσουμε τα ιζήματα ή την αφήσουμε να κατασταλάξει ώστε να μείνει μόνο το υγρό.
Χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική και ειδικότερα σε παραδοσιακές συνταγές για κουραμπιέδες, μελομακάρονα, σμυρναίικα κουλουράκια κ.λπ. ως διογκωτικό μέσο, καθώς και για να γίνει πιο τριφτή η ζύμη. Παλαιά, οι νοικοκυρές τη χρησιμοποιούσαν επίσης για το καθάρισμα του σπιτιού και για το πλύσιμο των ασπρορούχων.
Aλκαλικό
Ετσι λέγονται τα υλικά των οποίων το pH είναι μεγαλύτερο του 7. Στη μαγειρική χρησιμοποιούνται για να ισοσκελίσουν όξινες ουσίες. Οι ελιές, για παράδειγμα, είναι χαρακτηριστικό αλκαλικό υλικό, όπως και η μαγειρική σόδα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της χρήσης της μαγειρικής σόδας στο βραστό νερό όταν βράζουμε λαχανικά, το οποίο βοηθά στο να μην χάσουν τα λαχανικά το χρώμα τους.