Κάθε φορά που το Instagram αναδεικνύει ένα νέο «it girl» και το TikTok μια νέα αισθητική ή core τάση, οι «it bags» στέκουν αγέρωχες και κοιτάζουν στωικά όλα τα εφήμερα trends να εξαφανίζονται. Στην καλύτερη, κάποιες νοσταλγικές τάσεις πηγαινοέρχονται στο τερέν της fashion επικαιρότητας. Οι «it bags» όμως παραμένουν. Είναι τσάντες που «έζησαν» τη στιγμή της δημιουργίας τους, τη στιγμή της απόλυτης δημοφιλίας τους και που κατάφεραν στο πέρασμα των δεκαετιών να είναι ακόμα επιθυμητές.
«Oh, this is not a bag. It’s a Baguette» είχε πει αναφερόμενη στη Fendi Baguette η Κάρι Μπράντσο, ο τηλεοπτικός χαρακτήρας της Sarah Jessica Parker στη σειρά Sex & the City.
Γιατί έτσι είναι, τις διαχρονικές τσάντες τις ξέρουμε και τις αποκαλούμε με το μικρό τους όνομα. Η επιτυχία μιας εμβληματικής τσάντας που χαρακτηρίζεται «it bag» έχει να κάνει αφενός με το πόσο θα αντέξει στον χρόνο (όπως είπαμε παραπάνω), αλλά και με το πόσο επιθυμητή θα γίνει. Κάθε σχεδιαστής έχει όνειρο να δημιουργήσει μια τέτοια, γιατί αυτός είναι ένας στάνταρ τρόπος να γίνεις θέμα συζήτησης στα πηγαδάκια στη βιομηχανία της μόδας, ένας τέλειος τρόπος διαφήμισης του οίκου σου συνολικά και, φυσικά, ο καλύτερος τρόπος για να αυξηθούν ραγδαία οι πωλήσεις σου. Αρα γίνεσαι σημαντικός για τον οίκο που εκπροσωπείς, για τους σημαντικούς «άλλους», για τη βιομηχανία και για όλους τους υπόλοιπους οίκους, που θέλουν να σε κάνουν δικό τους.
Μια τσάντα που πουλάει πολύ είναι «it bag»; Φυσικά. Πρέπει να πουλάει πολύ και αυτή και όλες οι αντιγραφές της στη high street αγορά. Και όσο περισσότερα fast fashion houses την αντιγράψουν, τόσο μεγαλύτερη και η επιτυχία της. Παράδοξο; Όχι, άμα ξέρεις από μάρκετινγκ. Είναι σημαντικό να δημιουργήσει κανείς ένα αντικείμενο-πόθο για όλους, αλλά που θα πρέπει να προσπαθήσεις πολύ για να έχεις το σωστό. Το αυθεντικό. Για να είσαι κι εσύ «αυθεντικός» και να πάρεις credit για το ποιος είσαι. Ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας μιας «πολυπόθητης» τσάντας βρίσκεται στη σπανιότητα. Γιατί νομίζετε, άλλωστε, πως είναι θρυλικά δύσκολο να πάρεις στα χέρια σου μια Hermès Kelly ακόμα κι αν διαθέτεις το υπέρογκο ποσό της αξίας της (από 9.000 ευρώ η μικρότερη) ή ακόμα κι αν έχεις μπει στη waiting list;
Παραπάνω μιλήσαμε για αντιγραφές, αλλά όχι για κόπιες. Αναφερόμαστε στις τσάντες που μοιάζουν με το καινοτόμο σχέδιο της εκάστοτε «it bag».
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό είναι ότι έχουν μοναδικό σχήμα, σιλουέτα, υλικό ή τύπωμα, που δεν μπορεί κανείς –όσο κι αν προσπαθήσει– να αντιγράψει ακριβώς. Να πούμε σε αυτό το σημείο βέβαια ότι όσο υπέροχος κι αν είναι ο σχεδιασμός μιας τσάντας, δεν σημαίνει τίποτα αν αυτή δεν γίνει δημοφιλής. Μια «it» τσάντα πρέπει να δημιουργήσει μια «κατάσταση». Πρέπει να αποτελεί επιτυχία μια συγκεκριμένη στιγμή. Τη σωστή στιγμή. Και συνήθως το momentum αυτό συμβαίνει όταν βρεθεί στο μπράτσο κάθε κομψού celebrity και fashion influencer.
Hermès Kelly (1954)
Αυτή είναι η πρώτη «it bag» της σύγχρονης ιστορίας μόδας, κι αυτό σίγουρα οφείλεται και στην κληρονομιά του οίκου Hermès, που ξεκινά την πορεία του το 1837 με την ίδρυσή του από τον Thierry Hermès. Στην αρχή η μάρκα έφτιαχνε μόνο harness δερμάτινα και είδη ιππασίας (εξ ου και η επιρροή της ιππασίας), αλλά στα 1930 ο γιος του Thierry, Émile, και ο γαμπρός του, Robert Dumas, έβαλαν τον γαλλικό οίκο στον κόσμο των πολυτελών ειδών. Τότε φτιάχτηκε το πρώτο εμβληματικό μαντίλι Hermès καθώς και η πρώτη τσάντα Kelly.
Το όνομα αυτό το πήρε βέβαια αρκετά αργότερα, όταν η Grace Kelly τη χρησιμοποίησε για να καλύψει την εγκυμοσύνη της από τους παπαράτσι. Σύμφωνα με αστικό μύθο του Χόλιγουντ, η Grace Kelly ερωτεύτηκε την τσάντα όταν η θρυλική ενδυματολόγος Edith Head διάλεξε μια για τον χαρακτήρα της στην κλασική ταινία του Alfred Hitchcock To Catch a Thief.
Τώρα που μιλήσαμε για την ιστορία πίσω από την τσάντα, ας αναλύσουμε τα πράγματα ακόμη περισσότερο. Πρώτον, η Kelly Bag έχει δύο διαφορετικά στιλ, το Sellier και το Retourne. Η Hermès Kelly Sellier, η κλασική βερσιόν της τσάντας, αποτίει φόρο τιμής στην ιππική κληρονομιά της μάρκας και έχει έξω τη ραφή, καθώς και έντονες άκρες. Η Kelly Retourne είναι η πιο χαλαρή εκδοχή της τσάντας. Ο όρος «retourner» στα γαλλικά σημαίνει «αναποδογυρίζω» και περιγράφει τη διαδικασία κατασκευής της τσάντας. Σε αντίθεση με τη Sellier, η Retourne κατασκευάζεται με τη ραφή στο εσωτερικό και έτσι δεν είναι ορατή.
Σήμερα η Kelly είναι διαθέσιμη σε έξι μεγέθη (από 25 έως 50 εκ.). Τα βασικά σχεδιαστικά στοιχεία της έχουν αλλάξει ελάχιστα έπειτα από σχεδόν εννέα δεκαετίες.
Πέρα από την κλασική, το στιλ βγαίνει πια και σε άλλες εκδοχές – Kelly Pochette, Kelly Cut, Kelly Elan, Kelly Danse, So Kelly, Osier Wicker Picnic Kelly, Kelly Doll, Kelly Doll Picto, Teddy Kelly, Kelly en Désordre. Ολες τους φέρουν κάτι από την επιβλητικότητα της κλασικής και είναι ιδανικές για όσες διαθέτουν μικρότερο μπάτζετ και δεν έχουν τις κατάλληλες διασυνδέσεις.
Gucci Jackie (1961)
Αλλά η Grace Kelly δεν ήταν η μόνη που συνέδεσε το όνομά της με μια τσάντα. Το ίδιο έκανε μερικά χρόνια αργότερα η Jackie Kennedy. Παρότι ο ιταλικός οίκος Gucci ήδη είχε στο ενεργητικό του μια «it bag», την Gucci Bamboo, που δημιουργήθηκε το 1940, η Jackie τον έκανε ξανά επίκαιρο στα ’60s με ένα άλλο σχέδιο.
Η εμβληματική τσάντα σε στιλ hobo που πήρε το όνομα της Jackie δημιουργήθηκε αρχικά στα ’50s και ονομαζόταν Fifties Constance. Κάπου το 1961 ο οίκος τη μετονόμασε σε Jackie, προς τιμήν της θαυμάστριας του σχεδίου.
Οταν το 1999 επανήλθε το «GG» Supreme print στην πασαρέλα από τον τότε δημιουργικό διευθυντή της Gucci Tom Ford, η τσάντα έγινε ξανά επίκαιρη, αφού μοιραζόταν και το ίδιο ντεσέν, ενώ το 2009 επανήλθε από τη Frida Giannini, η οποία έφτιαξε τη New Jackie. Το 2014 μια καμπάνια με πρωταγωνίστρια την Kate Moss την επανέφερε στο προσκήνιο. Το supermodel φωτογραφήθηκε χρησιμοποιώντας την τσάντα σαν «ασπίδα» παπαράτσι, όπως τη φορούσε και την κρατούσε η Jackie Kennedy-Onassis δεκαετίες πριν, όταν είχε ξεκινήσει το ειδύλλιό της με τον Ωνάση.
Ο Alessandro Michele συμπεριέλαβε την «Jackie» στις συλλογές του και της έδωσε πολύ χώρο στην καμπάνια του για το Φθινόπωρο/Χειμώνα 2020. Αλλά και ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής του Gucci, Sabato de Sarno, φαίνεται να μην παραβλέπει την αξία της. Αυτήν τη στιγμή είναι διαθέσιμη σε τέσσερα μεγέθη (medium, small, mini, super mini) και σε διάφορες εκδοχές – κλασική δερμάτινη, Jackie Notte, αυτή με το μονόγραμμα του οίκου, Jackie 1961 και πολλές ειδικές εκδόσεις, όπως αυτή με τα 900 κρύσταλλα, που χρειάζεται 55 ώρες για να ολοκληρωθεί και κοστίζει 12.000 ευρώ.
Chanel 2.55 Flap Bag (1955)
Στα early ’80s ο Karl Lagerfeld παρουσίασε την κλασική flap bag του οίκου Chanel με το χαρακτηριστικό διπλό «C» στο κούμπωμα. Η 11.12 μπορεί να είναι η πιο εμβληματική τσάντα της Chanel, αλλά το σχέδιό της είναι εμπνευσμένο από την προκάτοχό της, τη 2.55. Αυτή παρουσιάστηκε το 1955 από την Gabrielle Chanel. Το λουράκι-αλυσίδα δημιουργήθηκε όταν η σχεδιάστρια ένιωσε την ανάγκη για μια τσάντα που είναι και λειτουργική αλλά και μοντέρνα. Η Coco είχε πάντα στο μυαλό της την πρακτικότητα για τις γυναίκες και γι’ αυτό δημιούργησε τη 2.55, την πρώτη τσάντα που άφηνε τα χέρια ελεύθερα γιατί είχε λουράκια (chain strap). Μέχρι τότε οι τσάντες είχαν μόνο χερούλια.
Η Coco Chanel δημιούργησε την πρώτη έκδοση της εμβληματικής πλέον τσάντας ώμου της τη δεκαετία του 1920. Αλλά κατά τη μεταπολεμική περίοδο άλλαξε τις λεπτομέρειές της, για να κάνει το σχέδιο όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Το «2.55» είναι συντομογραφία της ημερομηνίας κατασκευής του σχεδίου: Φεβρουάριος 1955. Το εσωτερικό της ήταν φτιαγμένο από κόκκινο γκρο και το σχέδιο είχε ένα ορθογώνιο κούμπωμα, χρυσή αλυσίδα και άλλα μεταλλικά διακοσμητικά – που παραπέμπουν στα κοσμήματα της Coco Chanel.
Γυναίκες-είδωλα, όπως η Brigitte Bardot, η Jeanne Moreau και η Catherine Deneuve, ενέδωσαν στη γοητεία της. Η τσάντα επανήλθε στο προσκήνιο όταν επανεκδόθηκε από τον Karl Lagerfeld, συνεχίστηκε από τη Virginie Viard και παράγεται μέχρι σήμερα. Καθώς αυξάνεται σε δημοτικότητα, αυξάνεται η τιμή της, η οποία σήμερα ξεκινά από τα 3.000 ευρώ.
Christian Dior Lady Dior (1995)
Οπως και οι υπόλοιπες τσάντες, έτσι και αυτή αλλιώς ξεκίνησε και αλλιώς την ξέρουμε σήμερα. Κυκλοφόρησε το 1995 και αρχικά ονομαζόταν Chouchou. Λίγο αργότερα «έντυσε» μια ευγενική κίνηση και δόθηκε ως δώρο στην πριγκίπισσα Diana από τη σύζυγο του Γάλλου προέδρου Jacques Chirac. Η Lady D ερωτεύτηκε αμέσως την τετράγωνη τσάντα και την παρήγγειλε σε διάφορα χρώματα. Οι παπαράτσι, που την κυνηγούσαν εμμονικά, τη φωτογράφισαν πολλές φορές να κρατά κάποια από τις βερσιόν της τσάντας. Αυτό ήταν αρκετό για να δημιουργήσει ένα τεράστιο «buzz». Επίσης, οδήγησε τον Dior να μετονομάσει την τσάντα σε The Lady Dior προς τιμήν της Lady D.
Δεκαετίες μετά, η κλασική τσάντα παραμένει μια από τις πιο δημοφιλείς και ένα από τα διαχρονικά σχέδια του Dior. Η Lady Dior κυκλοφόρησε αργότερα σε διάφορες εκδοχές και μεγέθη, τα οποία η πριγκίπισσα Diana λάτρεψε και κράτησε εξίσου. Οπως η mini Lady Dior, σε μπλε σατέν ύφασμα, την οποία επέλεξε να κρατήσει στο Met Gala του 1996 και να τη συνδυάσει με το μπλε σατινέ φόρεμα διά χειρός John Galliano.
Ακόμη και χρόνια μετά τον τραγικό θάνατό της, το ενδιαφέρον για την Diana και το στιλ της παραμένει σταθερό. Αυτό βοήθησε να γίνει η τσάντα διεθνώς αναγνωρίσιμη, ενώ η σχέση της με αυτήν εξακολουθεί να γοητεύει τους αγοραστές σε όλο τον κόσμο.
Balenciaga City Bag (2001)
Την ιστορία την καταλάβατε. Η πρώτη τέτοια τσάντα λεγόταν Motorcycle Bag και σχεδιάστηκε από τον Nicolas Ghesquière την εποχή που διατελούσε καλλιτεχνικός διευθυντής στον οίκο Balenciaga. Στην αρχή ο όμιλος Kering (ο κολοσσός της μόδας που έχει στην κατοχή του πολλά luxury brands και τότε ήταν γνωστός ως PPR) δεν ξετρελάθηκε με αυτό το σχέδιο του Ghesquière.
Αρχικά κατασκευάστηκαν μόνο 25, για την πασαρέλα Φθινόπωρο/Χειμώνας 2001, και μετά δόθηκαν ως δώρο σε μοντέλα, συντάκτες και φίλους του Ghesquière. Ανάμεσά τους ήταν η Carine Roitfeld και η Emmanuelle Alt της Vogue Paris, η στιλίστρια Marie-Amélie Sauvé και, φυσικά, το μοντέλο Kate Moss. Η Kate κράτησε την Balenciaga City Bag πολλάκις και κάπως έτσι, από παπαρατσικές φωτογραφίες της όπου τη φορούσε βγαίνοντας από τα Starbucks ή στο φεστιβάλ Glastonbury, η τσάντα άρχισε να γίνεται δημοφιλής. Μια σεζόν αργότερα από όταν κυκλοφόρησε, ο όμιλος Kering ενέκρινε το σχέδιο και οι τσάντες μπήκαν στην παραγωγή. Αυτό μάλλον ήταν και το «διαβατήριο» του Ghesquière, που του χάρισε 15 χρόνια στο σχεδιαστικό τιμόνι του οίκου.
Δεν ήταν και πολλοί αυτοί που πίστεψαν ότι μια τσάντα χωρίς logo εκείνη την εποχή θα έκανε θραύση.
Ήταν άλλωστε η περίοδος που οι τσάντες ήταν τεράστιες, γυαλιστερές, με έντονη δομή και τεράστια logos. Κι όμως, ακριβώς αυτή η διαφοροποίηση, σε συνδυασμό με το μαλακό δέρμα, που της έδινε μια slouchy δομή, ήταν τα στοιχεία που την έκαναν μοναδική. Τα «it girls» των «naughties», οι δίδυμες Olsen και η Nicole Richie, για παράδειγμα, την κρατούσαν ευλαβικά. Το 2016 κυκλοφόρησε μια φωτογραφία της Olsen όπου φορούσε ξανά τη φιστικί της Le City. Ηταν θέμα χρόνου να δημιουργηθεί ένα δεύτερο κύμα. Τέσσερα χρόνια μετά ο καλλιτεχνικός διευθυντής του οίκου, Demna Gvasalia, λάνσαρε τη Neo Classic, δίνοντας νέα πνοή στη Motorcycle των ’00s.
Στην Pre-Fall 2021 συλλογή του και εμπνευσμένος από την αρχική City, δημιούργησε τη Le Cagole. Πιο μικρή και σύγχρονη, με οβάλ σχέδιο, αλλά στην ίδια λογική και αισθητική με τη Le City (προηγουμένως γνωστή ως Motorcycle). Το περασμένο καλοκαίρι, η Bella Hadid κρατούσε την τσάντα σε σχήμα κρουασάν στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια της Εβδομάδας Μόδας Υψηλής Ραπτικής, η Julia Fox συνδύασε ένα σμόκιν Schiaparelli με μια μαύρη Le Cagole. Η τσάντα πρωταγωνίστησε στην πρόσφατη καμπάνια του Balenciaga.
Bottega Veneta Intrecciato (1966)
Η Bottega Veneta Pouch, η τσάντα με τη slouchy φόρμα που δεν έχει καν χερούλια, έκανε το ντεμπούτο της το 2019 και έκτοτε τη φόρεσαν από τη Hailey Bieber μέχρι τη Salma Hayek και τη Rihanna. Μπορεί ο οίκος να είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός μας τα τελευταία χρόνια, μετά τη θητεία του Daniel Lee, ωστόσο μετρά πορεία 58 χρόνων.
Η πιο σπουδαία κληρονομιά του οίκου, ο οποίος σήμερα κοστίζει πολλά δισεκατομμύρια, είναι η τεχνική Intrecciato. Εδώ δεν θα μιλήσουμε για ένα είδος τσάντας αλλά για μια τεχνική που κάνει τις τσάντες του βενετσιάνικου οίκου ανάρπαστες και μοναδικές. Αναρωτιέστε τώρα τι είναι αυτή η τεχνική… «Το Intrecciato είναι μια εξαιρετική μορφή τέχνης. Γίνεται σχεδόν ένας κενός καμβάς για τις διάφορες διαδικασίες που ακολουθούμε – το παιχνίδι με τα χρώματα, τα στιλ, τα μεγέθη και τις τεχνικές κατασκευής» αναφέρει στην επίσημη σελίδα του ο οίκος σήμερα.
Πιο απλά και συγκεκριμένα, το Intrecciato είναι μια τεχνική ύφανσης του δέρματος, χαρακτηριστική της μάρκας. Δημιουργήθηκε από τον οίκο Bottega Veneta στα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Ιστορικά, η περιοχή του Βένετο (όπου ξεκίνησε το brand) ειδικευόταν στην παραγωγή έτοιμων ενδυμάτων και όχι αξεσουάρ. Οταν οι Michele Taddei και Renzo Zengiaro, ιδρυτές του Bottega Veneta, άρχισαν να κατασκευάζουν δερμάτινα είδη, ήρθαν αντιμέτωποι με μια πρακτική δυσκολία: οι ραπτομηχανές στα εργαστήρια είχαν σχεδιαστεί για να λειτουργούν με ύφασμα και όχι με δέρμα. Οι τεχνίτες έπρεπε να χρησιμοποιήσουν εξαιρετικά λεπτό δέρμα για να μπορεί να τρυπηθεί από βελόνα. Και κάπως έτσι έκαναν ατού το μειονέκτημά τους. Το δέρμα που χρησιμοποιούσαν –και χρησιμοποιούν μέχρι σήμερα– πλέκεται. Κι έτσι το σχέδιο Intrecciato κάνει το υλικό ακόμα πιο δυνατό και πιο ανθεκτικό για αξεσουάρ. Σήμερα, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ιταλικού οίκου, Matthieu Blazy, χρησιμοποιεί αυτή την τεχνική και δημιουργεί τη μια «it bag» μετά την άλλη. Και κάπως έτσι έχει αφήσει το δικό του στίγμα στην ιστορία του μινιμαλιστικού στιλ.
Louis Vuitton Trunk (1858)
Το trunk –ή «malle» στα γαλλικά– είναι ακόμα μια ανορθόδοξη προσθήκη στον κατάλογό μας. Δεν είναι τσάντα, αλλά είναι ο πρόδρομος των backpacks. Το πρώτο Louis Vuitton trunk δημιουργήθηκε το 1858 με Trianon canvas και επρόκειτο για μια αποσκευή. Ηταν κάτι μεταξύ βαλίτσας, μπαούλου και ντουλάπας. Ηταν, δε, πολύ διαφορετικό από τα άλλα που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή. Είχε επίπεδη επιφάνεια, προκειμένου να μπορούν να στοιβαχτούν κι άλλα, το ένα πάνω στο άλλο, κατά τη μεταφορά. Πριν από αυτό, τα trunks είχαν στρογγυλεμένο καπάκι για να φεύγει το νερό σε περίπτωση βροχής.
Το 1988 κυκλοφόρησε στην εκδοχή του σημερινού και εμβληματικού Damier Canvas του Louis Vuitton. Το μοτίβο αυτό δημιουργήθηκε και χρησιμοποιήθηκε σαν ντεσέν για να διαφέρει από οποιαδήποτε αντιγραφή του. Αντίστοιχα, το 1896 δημιουργήθηκε το Monogram Canvas.
Το εμβληματικό σχέδιο με το μονόγραμμα «LV» το οφείλουμε στον γιο του Louis Vuitton, Georges, ο οποίος ανέλαβε την επιχείρηση όταν πέθανε ο πατέρας του, το 1892.
Ο Georges είχε μεγάλες βλέψεις για τη μάρκα και ήθελε να τη βάλει στον παγκόσμιο χάρτη πολυτελών ειδών. Μέχρι τότε ο οίκος δεν είχε καμία σχέση με το πώς τον ξέρουμε σήμερα – συνέχιζε να φτιάχνει αποσκευές. Μετά το σχέδιο με το μονόγραμμα, πάνω στην αλλαγή του αιώνα, ο Georges παρουσίασε το Vuittonite canvas, στα χρώματα του κίτρινου, του πορτοκαλί, του καφέ και του μαύρου, μεταξύ άλλων. Και με αυτό πορεύτηκε μέχρι τα 1920. Μετά δημιουργήθηκε η τσάντα Speedy, το κλασικό «βαρελάκι» που υπάρχει μέχρι και σήμερα, κι έτσι πολλά υλικά, σχέδια και στοιχεία προστέθηκαν στην παραγωγή.
Και παρότι οι τσάντες Louis Vuitton αντιγράφονται συνεχώς, τα Louis Vuitton Trunks, που εξελίσσονται και ανανεώνονται ανά τα χρόνια, δεν μπορούν να αντιγραφούν και δύσκολα θα βρει κανείς στην αγορά μια κόπια. Οι εσωτερικές ετικέτες, δε, δίνουν τις πληροφορίες για την προέλευση του μπαούλου, έχουν έναν σειριακό αριθμό και μια επίσημη ετικέτα. Ακόμα παράγονται αυτά τα εμβληματικά «μπαούλα», ακόμα χρησιμοποιούνται ως χειραποσκευές και αποσκευές και, παρότι συχνά τις επιλέγουν οι εθισμένοι με το design, οι celebrities και οι συλλέκτες, παραμένουν επίκαιρα.
Το θέμα αυτό αρχικά παρουσιάστηκε στο περιοδικό InStyle τεύχος 116 με εξώφυλλο την Ευαγγελία Πλατανιώτη.