Η Μαρία Παπαφωτίου ανήκει στη νέα γενιά των ταλαντούχων ηθοποιών του ελληνικού θεάτρου και της τηλεόρασης και μέχρι τώρα έχει ερμηνεύσει σπουδαίες γυναικείες προσωπικότητες, που έχουν σφραγίσει την εποχή που έζησαν. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήρθε από τη sold out παράσταση «Ιστορία χωρίς όνομα» σε σκηνοθεσία Κώστα Γάκη, όπου υποδυόταν την Πηνελόπη Δέλτα. Το τηλεοπτικό κοινό την αγάπησε από τον ρόλο της νεαρής Κυβέλης, στη σειρά της ΕΡΤ1 «Φλόγα και Άνεμος». Μέχρι τώρα η Μαρία Παπαφωτίου επιλέγει τις δουλειές της με ακρίβεια και η ανοδική της πορεία είναι σημαντική.
Προσηλωμένη στους στόχους της, δυναμική, εσωστρεφής αν και πολύ επικοινωνιακή, έχει φίλους ζωής. Εμβαθύνει στον χαρακτήρα του ρόλου που κάθε φορά υποδύεται προσπαθώντας να βρει την αγάπη που θα την συνδέσει μαζί τους. Και ας ανήκουν στον περασμένο αιώνα… Για τη Μαρία Παπαφωτίου, οι “κραδασμοί” της Ιστορίας και ο τρόπος που λειτουργεί στη συλλογική μας μνήμη, είναι κάτι που την αφορά πολύ.
Το instyle.gr και η Αθηνά Δαβαρία μίλησε με τη Μαρία Παπαφωτίου για τους ρόλους της ζωής της, τις συνεργασίες της με μεγάλους καλλιτέχνες και δημιουργούς, τις μελλοντικές δουλειές της αλλά και για το me too.
Ανήκεις στη νέα γενιά των ταλαντούχων ηθοποιών του ελληνικού θεάτρου και της τηλεόρασης και μέχρι τώρα έχεις ερμηνεύσει σπουδαίες γυναικείες προσωπικότητες, που έχουν σφραγίσει την εποχή που έζησαν. Πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι αυτό;
Από την «Ιστορία χωρίς Όνομα» άρχισε αυτό και μετά ήρθε το «Φλόγα και Άνεμος» με την Κυβέλη. Άρχισα δηλαδή με την Πηνελόπη Δέλτα και την ακολούθησε η Κυβέλη που έχουν μία πολύ ενιαία συνοχή στο μυαλό μου. Είναι και τα δύο κείμενα του ίδιου ανθρώπου, του Στέφανου Δάνδολου που τον αγαπάω πολύ. Δεν τις διαχωρίζω, νομίζω ότι η μία είναι συνέχεια της άλλης και η μία, εμπεριέχει την άλλη. Ήταν ιστορικά πρόσωπα αλλά σε μένα δεν αλλάζει κάτι στη προσέγγιση των ρόλων, δηλαδή ούτως ή άλλως σε κάθε ρόλο θα ψάξω να βρω γιατί ο χαρακτήρας πάσχει κατά την γνώμη μου και γιατί τον αγαπάω. Δηλαδή θα ψάξω να βρω την αγάπη που θα μας συνδέσει και αυτή συνήθως βρίσκεται στην αδυναμία του χαρακτήρα, αυτό με βοηθάει πάρα πολύ. Οπότε αν είναι ιστορικό πρόσωπο ή όχι δεν παίζει ρόλο. Δεν το λέω όμως αφ΄ υψηλού. Κοιτάω περισσότερο πώς τα βιώματά της, την έφεραν σε αυτό το σημείο που την συναντάμε στην ιστορία, το οποίο αξίζει να μεταφέρουμε στους θεατές. Γιατί και η μία γυναίκα και η άλλη ήταν δύο «πάσχουσες» προσωπικότητες. Σε πολύ μεγάλο βαθμό για πολύ διαφορετικούς λόγους η καθεμία. Παρόλο που η Κυβέλη φαίνεται πιο άτρωτη και πιο δυναμική και οι δύο κουβαλούσαν ένα πολύ μεγάλο σταυρό.
Όπως νομίζω και όλοι οι ήρωες των θεατρικών και κινηματογραφικών κειμένων αν και δεν έχω κάνει σινεμά, νιώθω ότι κουβαλάνε τα πάθη τους και τον σταυρό τους καθημερινά. Και αυτό είναι που μας κάνει να αισθανόμαστε κοντά τους και να ταυτιζόμαστε μαζί τους. Και να έχουμε κοινό παρονομαστή, κοινό τόπο… Μήπως στο τέλος όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίδιοι; Ακόμη και εάν ακούγεται απλουστευμένο αυτό, οι αγωνίες μας, οι φόβοι μας και η αγάπη μας έχουν πολύ κοινές αποχρώσεις τελικά.
Υπήρξε κάποια “γέφυρα” που έπρεπε να αναπτύξεις για να μπορέσεις να προσεγγίσεις τους συγκεκριμένους αυτούς ρόλους;
Μου αρέσουν αυτοί οι ρόλοι γιατί είναι κάτι που τα προηγούμενα χρόνια της ζωής μου δεν το είχα στις προτεραιότητές μου να ασχοληθώ με αυτό. Ήμουν παιδί των Θετικών Επιστημών, οπότε δεν ήμουν πάρα πολύ κοντά σε αυτό που ονομάζουμε Ιστορία. Από τα 25 όμως, άρχισα να καταλαβαίνω ότι οι κραδασμοί της Ιστορίας και ο τρόπος που λειτουργεί στη συλλογική μας μνήμη, είναι κάτι που με αφορά πολύ.
Δηλαδή μπορεί να είναι και από τους λόγους που κάνω και αυτή τη δουλειά. Αυτό είναι το βασικό. Η “γέφυρα” για να προσεγγίσω αυτούς τους ρόλους είναι ότι μελετάω τις εποχές. Την εποχή του ΄20 που αυτές οι δύο γυναίκες την έχουν «αγγίξει», την έχω ξεκοκκαλίσει, αλλά όχι μόνο τώρα που κλήθηκα να τις ενσαρκώσω αλλά και από πιο πριν. Είναι μία εποχή το ΄20, το ΄30, το ΄40, το ΄10 που έγιναν τόσες αλλαγές. Ο άνθρωπος και όλο το φουτουριστικό πράγμα που υπήρχε από τις αρχές του αιώνα, οι ιστορικές αλλαγές ήταν ραγδαίες, οι πολιτικές αλλαγές επίσης. Αυτό επηρεάζει πολύ το dna των ανθρώπων. Νιώθω ότι φτάσαμε εμείς να είμαστε σήμερα και να εξελισσόμαστε τεχνολογικά και οι άνθρωποι αυτοί στην εξέλιξη τους, υπεραναπτύχθηκε το συναίσθημά τους. Εκείνες τις δεκαετίες. Ήταν όλα πολύ έντονα.
Οι σπουδές σου είναι τελείως διαφορετικές από την υποκριτική. Αυτή ήταν απόφασή σου ή πέρασες στη συγκεκριμένη Σχολή και την ακολούθησες;
Το είχα αποφασίσει, μου άρεσε πάρα πολύ, ήθελα να περάσω στη συγκεκριμένη σχολή, στο Πολυτεχνείο. Ήμουν καλή σε αυτά τα μαθήματα, έτυχε έγραψα καλά στις Πανελλήνιες, οπότε πέρασα. Δεν θα έλεγα ότι είναι πολύ διαφορετικό πάντως από το θέατρο. Με ποια έννοια… με την έννοια ότι ό,τι και να έχεις κάνει στη ζωή σου πιο πριν και ότι κάνεις κατά την διάρκεια, όταν αρχίσεις να ασχολείσαι με το θέατρο, μπορείς όλα να τα περνάς από το φίλτρο, στο πώς σου χρησιμεύουν τελικά στην θεατρική πράξη.
Ένας άνθρωπος των θεωρητικών επιστημών ίσως να είναι πιο εξασκημένος στην ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων. Ένας άνθρωπος των θετικών επιστημών είναι πιο εξασκημένος στην ταχύτητα ξεσκαρταρίσματος της πληροφορίας που μπορεί να έχεις μέσα σε μία πρόβα. Δηλαδή με το καθετί, όταν μπαίνεις σε αυτό το θεατρικό περιβάλλον αρχίζεις να αισθάνεσαι ταγμένος σε αυτή την τέχνη, στο δημιουργεί πολύ και δεν το περίμενα για τον εαυτό μου. Μπορώ να παίρνω αποστάσεις σαν άνθρωπος, δεν περίμενα δηλαδή να ταυτιστώ τόσο πολύ αλλά στο γεννά αυτό η τέχνη. Αφοσιώνεσαι και βυθίζεσαι και μετουσιώνει όλο σου το είναι οπότε ό,τι κάνεις, είτε είναι οι σπουδές σου, είτε είναι ένα άλλο επάγγελμα, όλα τελικά τα βάζεις μέσα στο καζάνι για να φτιάξεις τη μαγιά που θα σε ευνοήσει και θα σε βοηθήσει πάνω στην θεατρική πράξη.
Η υποκριτική πώς ήρθε στη ζωή σου;
Είχα δύο φίλες που ήταν στο εργαστήρι του Νίκου Καραγέωργου που είναι ένας πολύ φωτισμένος άνθρωπος και δάσκαλος και αυτό που μου περιέγραφαν γύρω στα 25 μου, μου φαινόταν πάρα πολύ ενδιαφέρον και πρωτοφανές. Δεν το είχα ξανασυναντήσει, έκανε θέατρο με έναν δικό του τρόπο, πάρα πολύ μοναδικό και σπάνιο θα έλεγα. Είχα την περιέργεια να το δοκιμάσω με τον τρόπο που έχουμε την περιέργεια να δοκιμάσουμε διάφορα χόμπι. Δεν είχα στο μυαλό μου ότι τελικά θα εξελιχθεί σε επάγγελμα.
Αρχίζοντας όμως, γιατί ξεκίνησα να δουλεύω και μετά η μία δουλειά έφερνε την άλλη, έβρισκα πάρα πολύ μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου μέσα σε αυτό που ονομάζουμε υποκριτική. Δηλαδή έλεγα τώρα μάλλον αυτό είναι εντελώς για μένα, πως δεν το είχα καταλάβει. Φλέρταρα και ίσως και πιο μικρή αλλά δεν είχα ασχοληθεί.
Ήσουν από τα παιδιά που συμμετείχες σε σχολικές παραστάσεις;
Ήμουν και λόγω μιας εξωστρέφειας που έχω σαν άνθρωπος. Ως παιδί είχα θράσος προβολής, είναι αυτό που λέμε, θες να είσαι το επίκεντρο. Αυτό το είχα πολύ σαν παιδί. Το είχα μέσα στην οικογένειά μου και στις παρέες μου. Ήθελα να είμαι η ψυχή της παρέας, να πρωτοστατώ σε διάφορα πράγματα, οπότε δεν με φόβισε ποτέ η προβολή. Ίσα ίσα μου δημιουργούσε τη λαγνεία που λέμε… Οπότε νιώθω ότι μικρή το έκανα για αυτούς τους λόγους.
Δεν κάνω τη δουλειά όμως για αυτούς τους λόγους και αυτό με έχει παραξενέψει στον εαυτό μου. Αυτό που τελικά με ελκύει και με τραβάει δεν είναι το κομμάτι του φωτός, της δημοσιότητας, είναι περισσότερο ότι νιώθω ότι ακολουθώ μία προσωπική διαδικασία εξέλιξης μέσα από τους ρόλους. Και όσο πιο πολύ εμβαθύνω, με καλυτερεύει σαν άνθρωπο. Έχω γίνει πολύ πιο ομαδική, δεν ήμουν ένα ομαδικό παιδί όταν ήμουν 15 χρονών. Αυτό έχει αλλάξει πολύ τον χαρακτήρα μου. Έχει γίνει η νύχτα – μέρα. Έχω μάθει να συνεργάζομαι, να βρίσκομαι με άλλους ανθρώπους που μπορεί να μην είναι φίλοι μου αλλά να μπορώ να παίρνω πράγματα από αυτούς, με πολύ μεγάλο θαυμασμό. Αυτά τα πράγματα δεν υπήρχαν, εμφανώς τουλάχιστον στην προσωπικότητά μου όσο ήμουν μικρή, αναπτύχθηκαν από το θέατρο και μετά.
Στο θέατρο είσαι σαν ακροβάτης. Δεν γίνεται να μην στηριχθείς στους συμπαίκτες σου θα πέσεις.
Μέχρι τώρα έχεις συνεργαστεί με μεγάλους πρωταγωνιστές και σκηνοθέτες. Ισχύει αυτό που λένε ότι οι περισσότεροι είναι απλοί άνθρωποι χωρίς καθόλου έπαρση;
Άρχισα να δουλεύω μέσα σε μία τάξη πραγμάτων που μας βρήκε η μία κρίση μετά την άλλη. Πρώτα είχαμε την χρηματοπιστωτική και μετά την υγειονομική. Τα χρόνια που βγήκα εγώ για δουλειά ήταν χρόνια πολύ φορτισμένα με αρνητικό πρόσημο ως προς αυτό.
Όλοι οι συνάδελφοι και συνεργάτες που έχω συναντήσει – σκηνοθέτες, τεχνικοί, ηθοποιοί – είναι άνθρωποι του μεροκάματου και του μόχθου. Δεν έχω συναναστραφεί ούτε έναν τεμπέλη, ποτέ. Και νιώθω ότι αυτό είναι κοινωνικό φαινόμενο. Είμαστε όλοι άνθρωποι που δουλεύουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ, με όλες μας τις δυνάμεις, αγόγγυστα για να τα βγάλουμε πέρα. Οπότε δεν έχω δει ποτέ καμία βεντέτα, νιώθω ότι τα χρόνια που ζούμε δε μπορεί να ευνοηθεί και μία τέτοια κατάσταση. Θα ήταν κάπως γραφικό. Και οι παλιοί ηθοποιοί, όταν κάνεις θέατρο 20 και 25 χρόνια και 30 και έχεις καταφέρει να διατηρηθείς στη δουλειά είναι πολύ δύσκολο να μην είσαι και καλό παιδί. Είναι πολύ δύσκολο να μην είσαι καλός συνεργάτης.
Δηλαδή έχεις αρετές κυρίως σε αυτό το κομμάτι. Και μετά και η τεχνική σου και το ταλέντο σου αν υπάρχει, αλλά το κομμμάτι της ιδιοσυγκρασίας και του χαρακτήρα νομίζω είναι πρώτο. Τώρα να είναι ένας πρωταγωνιστής τεραστίων διαστάσεων όπως π.χ. ο Τάσος Νούσιας και να έκανε βεντετισμούς νομοτελιακά δεν θα μπορούσε να ευσταθεί. Θα σε ξεράσει το σύστημα.
Μαρία δε θα μπορούσα να μη σε ρωτήσω για το me too. Είσαι ένα νέο, όμορφο κορίτσι. Σου έχει τύχει κάτι τέτοιο στη καριέρα σου; Μία ανάρμοστη συμπεριφορά στο χώρο;
Όχι δεν μου έχει τύχει ανάρμοστη συμπεριφορά, η οποία ήταν έξω από τα όρια του τι μπορώ να χειριστώ και τι όχι. Βέβαια είμαι και ένας άνθρωπος που έχω πολύ τσαμπουκά και το λέω και αρνητικά και θετικά. Με έχει βάλει σε πάρα πολλούς μπελάδες ο χαρακτήρας μου γιατί μιλάω, υψώνω τη φωνή μου όταν νιώθω ότι υπάρχει αδικία, όχι μόνο σε μένα, γενικώς.
Είμαι θερμοκέφαλη, δε μπορώ πολύ εύκολα να κρατήσω το στόμα μου κλειστό. Οπότε η εικόνα μου που είναι κάπως πιο δυναμική, ενδεχομένως να βοήθησε. Οι άνθρωποι που είναι κακοποιητές, βολιδοσκοπούν πολύ καλά τα θύματά τους, βρίσκουν τους ανθρώπους που δεν έχουν οξυμένες αντιστάσεις και εκεί επιτίθενται. Και αυτό ακριβώς τους κάνει ακόμη πιο άναδρους.
Το ότι μου έχουν τύχει περιστατικά, στα οποία έχω ζοριστεί και τα οποία ο σκηνοθέτης μου ας πούμε μπορεί μου συμπεριφέρεται όχι κακοποιητικά αλλά να μην έχω τον σεβασμό που θα ήθελα και βιώνω ταπεινώσεις αυτό έχει συμβεί. Αλλά αυτό δεν θα το τοποθετήσω στο πλαίσιο του me too. Είναι ένα άλλο κεφάλαιο.
Μου ανέφερες ότι ήσουν εξωστρεφές παιδί. Αυτή η εσωστρέφεια σε προσδιορίζει και τώρα;
Δεν έιμαι ανοιχτός άνθρωπος επί της ουσίας. Είμαι πολύ κλειστός άνθρωπος. Είμαι επικοινωνιακή, αλλά αυτό σίγουρα μπερδεύει καμιά φορά γιατί έχω το επικοινωνιακό κομμάτι και μπορεί να νομίζει κάποιος ότι είμαι και ανοιχτή, πιο εξωστρεφής, που δεν ισχύει. Είμαι αρκετά κλειστή, έχω πολύ λίγους άνθρώπους, πολύ λίγους φίλους αλλά πάρα πολύ καλούς που μετράνε πολλά χρόνια ο καθένας. Είναι στα δάχτυλα του ενός χεριού μετρημένοι.
Πώς περνάς την καθημερινότητά σου;
Δεν βγαίνω σχεδόν καθόλου. Βγαίνω πολύ σπάνια και συνήθως πηγαίνω σε σπίτια περισότερο των φίλων μου. Μου αρέσει η ησυχία. Πιο παλιά που ήμουν στη σχολή ήμουν όλη μέρα έξω. Τώρα λόγω δουλειάς επειδή βλέπουμε πάρα πολύ κόσμο ή καταναλώνουμε πολύ μεγάλη ενέργεια έχω πολύ μεγάλη ανάγη από ησυχία και από συστροφή. Τόσο πολύ που σε κάποιες φάσεις λέω “έχεις καλογερέψει”. Είμαι πολύ του προγράμματος, θα σηκωθώ να μαγειρέψω, να ψωνίσω θα πάω πιλάτες, θα μελετήσω, θα διαβάσω, θα πάω στην πρόβα ή στο γύρισμα, θα κοιμηθώ νωρίς γιατί με πιάνει μια μανία με το πρόγραμμα.
Τι προγραμματίζεις για το καλοκαίρι; Που μπορούμε να σε δούμε;
Το καλοκαίρι συμμετέχω στην παράσταση «Η εκδίκηση της Μελιτώς» σε σκηνοθεσία Χριστόφορου Χριστοφή. Πρόκειται για μία παράσταση που κινείται στα όρια του μαγικού ρεαλισμού που εμένα μου αρέσει πολύ, με έναν πολύ συγκινητικό θίασο. Η Κωνσταντίνα Τάκαλου είναι στον πρωταγωνιστικό ρόλο, με την οποία έχουμε συνεργαστεί στην “Πανσέληνο”. Πρόκειται για μια πρωταγωνίστρια βάθους, αξιώσεων και καταπληκτικού χαρακτήρα. Ο Γιώργος Χρανιώτης ο Δημήτρης Μαύρος, ο Δημήτρης Σαμόλης και εγώ και είμαστε πολύ χαρούμενοι. Θα παίξουμε στο “Κατίνα Παξινού”, στους Δελφούς στο Ίδρυμα Κακογιάννη τον Σεπτέμβριο και μία ακόμη ημερομηνία στο Πάρκο Τρίτση.
Τον χειμώνα θα είμαι στην παράσταση που σκηνοθετεί η Ρέινα Εσκενάζυ, οποία είναι ουσιαστικά, η γυναίκα μαζί με τη Ρένα Ρίγγα που με έβγαλαν στη δουλειά. Είναι πολύ αγαπημένοι μου άνθρωποι αυτές οι δύο γυναίκες. Θα παίξουμε “Τα Τελευταία Φεγγάρια”, ένα εκπληκτικό κείμενο, πολύ μεγάλου βάθους, με τον πάρα πολύ σπουδαίο Στέφανο Κυριακίδη και τον Δημήτρη Λιακόπουλο. Είμαι πολύ χαρούμενη και για αυτό.