Η ιστορική σειρά “Πανθέοι” αποτελούν την σειρά της χρονιάς. Ο σπουδαίος σκηνοθέτης Σπύρος Μιχαλόπουλος με ένα καστ εξαιρετικών ηθοποιών και ένα άριστο συνεργείο, κατάφερε να “αναβιώσει” τους “Πανθέους του 1977, με έναν δικό του, μοναδικό τρόπο. Με σεβασμό στο βιβλίο του Τάσου Αθανασιάδη, προσεγγίζει με νέα ματιά, την μεγαλοαστική οικογένεια, τα πάθη και τα μυστικά της.
Ο Σπύρος Μιχαλόπουλος μίλησε στο Instyle.gr και την Αθηνά Δαβαρία για το ερωτικό τρίγωνο, την αγάπη και τον έρωτα των πρωταγωνιστών και εξέφρασε τον θαυμασμό του για τον ρόλο του Ανδρέα Πανθέου, ο οποίος είναι ο πιο θετικός ήρωας του συγγραφέα, του τετράτομου αριστουργήματος. Αποκαλύπτει πως “έπεισε” την Κάτια Δανδουλάκη να παίξει στη σειρά – αυτή την φορά τον ρόλο της Χρυσοστόμης – για την εγκάρδια πρώτη συνάντηση που είχε με τον Αιμίλιο Χειλάκη και για τον απίστευτα διαβασμένο και ακούραστο Γιώργο Κωνσταντίνου.
Ερωτηθείς για τις μετρήσεις και τις τηλεθεάσεις, ο κ. Μιχαλόπουλος τόνισε ότι “η καλύτερη μέτρηση είναι η φήμη και ο κόσμος που με σταματά στο δρόμο”.
Φέτος σκηνοθετείτε τους Πανθέους, μία σειρά ορόσημο για την τηλεόραση. Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε και αποφασίσατε να την επαναφέρετε στις οθόνες μας;
Καταρχάς με τράβηξε το βιβλίο του Τάσου Αθανασιάδη. Το τετράτομο αριστούργημα και ο τρόπος που ανέπτυξε μία πάρα πολύ δύσκολη ιστορία, βασισμένη Στο 1939, λίγο πριν τον πόλεμο. Είναι μία ιστορία ανάμεσα στο καλό και το κακό, στη συγχώρεση και στο σφάλμα. Είναι μία ιστορία που παρουσιάζει άλλες ηθικές αξίες. Αυτό με ιντρίγκαρε πάρα πολύ γιατί πια σήμερα δεν έχουμε κάτι τέτοιο και θα ήταν καλό να μείνει αυτό το βιβλίο, να γίνει και εικόνα.
Όταν παίχτηκε για πρώτη φορά, το 1977, είχατε δει την σειρά;
Βεβαίως γιατί ήμουν 17 στα 18. Είχα δει τα πρώτα 10 με 30 επεισόδια αλλά μετά έφυγα στο εξωτερικό για σπουδές. Οπότε μάθαινα την συνέχεια από την μάνα μου. Και όταν γύρισα το επόμενο καλοκαίρι το είδα. Τότε ήταν συνολικά 100 επεισόδια και παιζόταν κάθε εβδομάδα ένα, αλλά δεν σταματούσε ούτε το καλοκαίρι. Το θυμάμαι αλλά ήταν τελείως διαφορετικό από αυτό που κάνουμε τώρα. Σαφώς και είναι εξαιρετική η δουλειά του Βασίλη Γεωργιάδη, του αείμνηστου, από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες που είχαμε στην ιστορία του ελληνικού σινεμά και της τηλεόρασης. Ήταν και το σενάριο πολύ καλό, όπως είναι και τώρα, αλλά η σημερινή είναι μία νέα προσέγγιση. Έχουμε ανοιχτεί στο βιβλίο, έχουμε φτιάξει και καινούργιες ιστορίες που νομίζω ότι χρειάζονται για να δώσουν την εικόνα της εποχής. Οι ιστορίες αυτές οδηγούν πάντα στον ίδιο πυρήνα του βιβλίου, που είναι ο απαγορευμένος – με ερωτηματικό – έρωτας, ή όχι.
Αυτό θα απαντηθεί στο τέλος;
Ναι, γιατί εδώ το δίλημμα της Μάρμως δεν είναι εύκολο. Δεν είναι ότι ζει δίπλα σε ένα κακοποιητικό άνδρα. Όπως έλεγε ο Αθανασιάδης, από όλα τα βιβλία που έχει γράψει ο πιο θετικός ρόλος, αμιγώς καλός άνθρωπος, είναι ο Ανδρέας Πανθέος. Σε όλους τους τομείς… Όλοι οι άλλοι ήρωες είχαν σκοτεινή πλευρά. Ο Ανδρέας Πανθέος δεν είχε.
Και όλοι κρύβουν ένα μυστικό...
Ναι, όπως πάντα σε όλα τα σπίτια, πάντα κρύβεται ένα μυστικό από πίσω. Εδώ ο Ανδρέας Πανθέος δεν φαίνεται να κρύβει μυστικά. Είναι αυτό που λέμε εκ πρώτης όψεως καλός. Δεν είναι βλάκας, δεν είναι άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει. Δεν είναι άνθρωπος που δεν τον ζώνουν τα φίδια, αλλά δεν παύει να είναι στοργικός, ερωτευμένος με την Μάρμω και προστατευτικός. Η Μάρμω λοιπόν έχει να επιλέξει ανάμεσα στην πραγματική αγάπη και στον ξαφνικό θυελλώδη έρωτα. Και αναμετριέται με αυτό συνέχεια.
Η συμπεριφορά του Ανδρέα ποια θα είναι; Θα μπορέσει να το διαχειριστεί όλο αυτό;
Το διαχειρίζεται, αν μπορεί κάποιος να διαχειριστεί κάτι τέτοιο. Όπως λέει και το βιβλίο, την αφήνει ελεύθερη να επιλέξει τι θέλει. Το ζήτημα είναι τι θα επιλέξει η Μάρμω. Θα παλινδρομήσει πολλές φορές ανάμεσα στο πρέπον και στο μη. Χάνει την γυναίκα του, την οποία λατρεύει και έχει να αντιμετωπίσει και τον αγαπημένο του ανιψιό.
Είναι δύο σχέσεις πολύ δυνατές για εκείνον…
Ναι είναι ένα ερωτικό τρίγωνο, το οποίο έχει μία πολύ γερή βάση, που είναι η συγγενική βάση. Θα ήταν ίσως πιο απλό αν ήταν δύο άγνωστοι, ο Ανδρέας και ο Κίτσος. Και η Μάρμω να ήταν ανάμεσα σε δύο εντελώς αγνώστους. Η Μάρμω έχει να διαλέξει μέσα από την ίδια οικογένεια που είναι εχθρός για αυτήν, καθώς την κυνηγούν ανελέητα. Δε ξέρω πως θα αντιδρούσε ο Ανδρέας αν ήταν κάποιος εκτός οικογένειας. Σίγουρα παίζει ρόλο ότι είναι ο αγαπημένος του ανιψιός που στην ουσία τον μεγάλωσε μετά το φευγιό του πατέρα του Κίτσου και τον βοήθησε να σπουδάσει.
Στην οικογένεια δεν την έχουν καλοδεχτεί. Αυτό θα συνέβαινε και με οποιαδήποτε άλλη τους γνώριζε ο Ανδρέας;
Όχι, για τρεις λόγους. Το νεαρό της ηλικίας της, της ομορφιάς της και του άγνωστου παρελθόντος.
Έχει άγνωστο παρελθόν;
Έχει, το οποίο όμως θα γίνει γνωστό σε εμάς με έναν τρόπο. Ωστόσο δεν είναι αυτό. Σε μία μεγαλοαστική τάξη εκείνη την εποχή συνήθως τα πράγματα συνέβαιναν διαφορετικά. Θα έπρεπε να ερχόταν ο γάμος μέσα από ένα “τύποις” προξενιό. Δύο μεγάλες οικογένειες συναντιούνται και αποφασίζουν τα παιδιά τους να παντρευτούν όπως συνέβαινε κάποτε. Εδώ δεν είναι έτσι. Παρόλο που ο Ανδρέας είχε πάρα πολλές σχέσεις στη ζωή του και με όποια γυναίκα ήθελε θα μπορούσε να είναι, αποφάσισε να παραβεί όλους τους κανόνες της οικογένειας, όπως έγινε και με την Μερόπη (Αθηνά Μαξίμου). Αποφάσισε να κλεφτεί με τον άντρα που ήθελε και να φύγει. Με τη σειρά του ο Ανδρέας, έσπασε τα κατεστημένα και πήγε εκεί που ήθελε. Αυτό βέβαια δεν ήταν καθόλου αποδεκτό από κανένα μέλος της οικογένειας. Ειδικά από τους μεγάλους.
Η Χρυσοστόμη τι ρόλο θα διαδραματίσει όταν θα μάθει ότι η Μάρμω και ο Κίτσος έχουν σχέση;
Θα γίνει έξαλλη, θα γίνει ακόμη χειρότερη και θα προσπαθήσει να συμπαρασταθεί στον Ανδρέα. Αλλά έχει και αυτή ένα δίλημμα καθώς ο Κίτσος είναι ανιψιός της. Δεν είναι ένας άγνωστος να τον παροτρύνει να κάνει κάτι στον Κίτσο. Προσπαθεί να κρατήσει ισορροπία και στηρίζει τον Ανδρέα στο βιβλίο.
Μου είπατε ότι προσθέσατε και καινούργιους χαρακτήρες, οι οποίοι δεν υπήρχαν. Βλέπουμε και ορισμένους που έχουν και διπλές σχέσεις. Αυτοί οι χαρακτήρες τι μέλλον θα έχουν;
Αυτοί οι χαρακτήρες δεν υπήρχαν. Υπήρχαν στο βιβλίο αλλά δεν υπήρχαν σε τέτοια έκταση, που έχουμε εμείς εδώ. Η Νίνα Αυγουστάκη ήταν μία μπον βιβέρ της τότε γενιάς, η οποία δεν είχε ξενοδοχείο. Παίζει πολύ σπουδαίο ρόλο γιατί είναι ο άνθρωπος που μιλάει η Μάρμω. Είναι η φίλη της. Σε αυτή εξομολογείται τα πάντα. Και η ίδια με την ηθική της – γιατί ξέχωρα από αυτό που κάνει στον άνδρα της γιατί θέλει να ζήσει την ζωή της αλλά με την καλή έννοια – στην ιστορία με την Μάρμω δεν είναι συντηρητική. Αντίθετα, βοηθάει πάρα πολύ στο να ανοιχτεί η Μάρμω και να εκδηλώσει τα συναισθήματά της.
Είδε πολύ θετικά αυτή την σχέση…
Ναι γιατί αυτό αφορά την Μάρμω. Δεν αφορά τον Ανδρέα. Θα λέγαμε ότι είναι μία από τις πρώτες φεμινίστριες της εποχής.
Συνεργάζεστε με πρωταγωνιστές, πρώτης γραμμής. Πώς πείσατε την Κάτια Δανδουλάκη, να συμμετάσχει στη σειρά;
Μόλις έκλεισα την συμφωνία για τους Πανθέους, τον Μάρτιο. Ήταν Δευτέρα νομίζω, Δευτέρα απόγευμα την πήρα τηλέφωνο. Με την Κάτια γνωριζόμαστε χρόνια και λόγω Άγριων Μελισσών αλλά και γενικώς έχουμε μία σχέση αγάπης. Της είπα “θα ήθελα να παίξεις αυτό, διακαώς. Μου έγινε αυτή η πρόταση. Θέλεις να το δούμε;” Μου λέει τι εννοείς; Την Μάρμω θα κάνω πάλι; “Όχι δεν θα κάνεις την Μάρμω, θα κάνεις την Χρυσοστόμη”. Και μου απαντά αμέσως “Θέλω πολύ, αφού είσαι εσύ και το έργο αυτό” και το δρομολογήσαμε.
Ο Αιμίλιος Χειλάκης υποδύεται έναν δύσκολο ρόλο, καθώς βιώνει την προδοσία από τους δύο πιο κοντινούς του ανθρώπους. Πως είναι η συνεργασία σας;
Με τον Αιμίλιο Χειλάκη δεν είχαμε ξαναδουλέψει ποτέ. Η πρώτη μας επαφή όμως και η πρώτη μας γνωριμία ήταν τόσο εγκάρδια που μας πήρε ώρες να μιλάμε σε ένα γραφείο. Δεν καταλάβαμε πότε νύχτωσε. Ανοίξαμε πολλά χαρτιά ο ένας στον άλλον σχετικά με τον ρόλο, τα σενάρια και χάρηκα πάρα πολύ γιατί είναι ένας ηθοποιός εύπλαστος, δεν στηρίζεται σε ταμπού ερμηνείες. Του αρέσει να τσαλακώνεται, να παίζει και διαφορετικά πράγματα και τα καταφέρνει σε αυτό μέχρι τώρα. Γιατί είναι πολύ δύσκολος ο ρόλος του Ανδρέα, είναι πολύ έυκολο να βγει στο μάτι του μία εκδίκηση. Συμφωνήσαμε να μην υπάρξει αυτό. Είναι εξαιρετικός. Όλοι, ο Νίκος Χατζόπουλος θεατράνθρωπος καθηγητής στο Εθνικό, σκηνοθέτης του Εθνικού, η Χριστίνα Αλεξανιάν, ο Θανάσης Κουρλαμπάς και όλοι οι άλλοι.
Μεγάλη επιτυχία ήταν και η συμμετοχή του Γιώργου Κωνσταντίνου. Πως προέκυψε η συνεργασία;
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου μας έκανε την τιμή για ένα επεισόδιο. Ήταν η φυσική μας επιλογή, ήταν η κουβέντα που κάναμε με το παραγωγό μου τον Γιάννη Καραγιάννη και ήταν ιδέα του. Πήραμε τηλέφωνο, συμφώνησε ο άνθρωπος. Τον παιδέψαμε μία μέρα. Ήταν πολύ διαβασμένος, πολύ καλός συνεργάτης. Ήξερε τι ήθελα να κάνει, ξέραμε τι θέλαμε από αυτόν, τα έκανε όλα όπως θέλαμε.
κε. Μιχαλόπουλε, γίνεται πολλή κουβέντα για την τηλεθέαση των Πανθέων. Πως το εισπράτεττε όλο αυτό; Σας επηρεάζει;
Καταρχάς πιστεύω ότι το γεγονός της τηλεθέασης έχει να κάνει με το εκάστοτε κανάλι, την διαφημιστική εταιρεία και τον παραγωγό. Δεν θέλω να πιστεύω ότι έχει να κάνει με εμάς που δημιουργούμε. Αλλά με κάποιο τρόπο μας έρχεται εξ αντανακλάσεως. Τι πιστεύω εγώ ότι συμβαίνει τώρα. Πιστεύω ότι στην αγορά μπαίνει ένα νέο κανάλι, ο Σκάι, με μία σοβαρή μυθοπλασία. Σαφώς τα υπόλοιπα κανάλια δεν θα θέλουν ένα νέο παίκτη με τόσο σοβαρό χαρτί στα χέρια.
Δε ξέρω κατά πόσο, δε μπορώ να πω ή να υπονοήσω κατά πόσο επηρεάζουν κάποιοι, κάπως τις μετρήσεις. Δεν θέλω να το πιστεύω αυτό το πράγμα, θεωρώ θα ήταν και άδικο. Αυτό που πιστεύω είναι η φήμη. Περπατάμε στο δρόμο, όποιον και να ρωτήσετε έχει δει τους Πανθέους και κάποιοι μάλιστα φαίνονται ότι το έχουν δει γιατί σου μιλάνε για την ιστορία των Πανθέων και για συγκεκριμένα γεγονότα. Αυτό δεν απεικονίζεται στις μετρήσεις. Δεν θέλω να κάνω θεωρίες συνωμοσίας αλλά η πραγματικότητα δεν έχει τον ίδιο αντίκτυπο στην κοινωνία, αυτό το οποίο είναι μετρήσιμο.
Και ξέρω ότι αυτό έχει να κάνει με τις διαφημιστικές εταιρείες γιατί πάνω από 15 χρόνια έκανα διαφημιστικά. Ο πελάτης, ο διαφημιστής ανάλογα με τις μετρήσεις σε κάθε κανάλι θα αποφασίσει και τι τιμολόγιο θα δώσει. Δηλαδή αν για παράδειγμα για το χ κανάλι δίνει τώρα 100 ευρώ, όταν οι μετρήσεις του καναλιού πέσουν, την επόμενη περίοδο που θα είναι τον Δεκέμβριο που θα αγοραστούν τα πακέτα για την επόμενη χρονιά θα δώσει χίλια δύο. Αν αυτός είναι ένας τρόπος έμμεσου εκβιασμού και πίεσης στα κανάλια το δέχομαι.
Το βασικότερο πρόβλημα για μένα είναι η εξ αντανακλάσεως επιρροή σε εμάς. Μας επηρεάζει γιατί δυστυχώς όλοι κρινόμαστε από την οθόνη. Αυτό επηρεάζει και την ψυχολογία και των ηθοποιών μου, του συνεργείου, τον σεναριογράφο και μένα, κατά κάποιο τρόπο. Δηλαδή εμένα πως… Δεν θα αλλάξω κάτι, θα γίνει αυτό που θέλω, αλλά στεναχωριέσαι και λες τελικά αυτό που θέλω δεν περνάει στον κόσμο. Όταν υποστείς μία κριτική πάντα κάνεις δεύτερη σκέψη, μήπως ο άλλος έχει δίκιο. Καταλαβαίνεις ότι δεν έχει δίκιο και προχωράς. Αλλά δεν παύει στο μυαλό σου να περνάει και αυτή η άποψη και να λες μήπως τελικά έχουνε δίκιο και είναι έτσι; Όταν όμως το σκεφτείς καταλαβαίνεις ότι δεν έχουν. Είναι λοιπόν ένα θέμα που αφορά αυτούς και πρέπει να το λύσουν μεταξύ τους, τα κανάλια και οι παραγωγοί κυρίως τα κανάλια και οι διαφημιστικές εταιρείες.
Πόσο εύκολη ή δύσκολη ήταν η προσαρμογή του βιβλίου στο σήμερα;
Είναι δύο άξονες. Το βιβλίο σαν σενάριο προσαρμόστηκε όπως το εξηγήσαμε παραπάνω. Το να κάνεις ένα γύρισμα για το 1939, σήμερα είναι ένα πάρα πολύ δύσκολο πράγμα. Και γενικότερα για τις προηγούμενες εποχές γιατί πρέπει να φτιάξεις συγκεκριμένα κοστούμια και σκηνικά. Πρέπει όπου πας, να προσέχεις τον ήχο σου, να μην περάσει ένα αεροπλάνο, ένα μηχανάκι κ.λ.π.
Επίσης, δεν είναι εύκολη η προετοιμασία. Για να κάνεις γύρισμα χρειάζεσαι περίπου δύο ώρες μακιγιάζ, ντύσιμο, μαλλιά, για να μπορέσει κάποιος να βγει να παίξει, να κάνει μία σκηνή. Μπορεί να είναι και μικρή σκηνή. Αυτό μας παιδεύει στο πρόγραμμα των γυρισμάτων και την απόκτηση του υλικού για να μπορέσουμε να κάνουμε μοντάζ και να δούμε στον αέρα το αποτέλεσμα.
Έχουν σχέση οι άνθρωποι του τότε με το σήμερα;
Καμία σχέση. Μιλάμε για το 1939, όπου νέες ιδέες έρχονται από την Ευρώπη στην Τέχνη, στη ζωγραφική στη λογοτεχνία. Σπουδαίες ομάδες έχουν δημιουργηθεί στο Παρίσι, μία μεγαλοσαστική τάξη στην Ελλάδα που προσπαθεί να βρει τα βήματά της γιατί έρχεται από το ΄22 με την καταστροφή και ξαφνικά εκεί που πάει να γίνει μία ανάταση, γίνεται πόλεμος.
Ανήκατε στο σκηνοθετικό team των Αγριων Μελισσών, η οποία στάθηκε το έναυσμα για να ακολουθήσουν αυτές οι υπέροχες σειρές που βλέπουμε και σήμερα. Τι είναι αυτό που σας έχει μείνει από την σειρά;
Αισθάνομαι πάρα πολύ τυχερός που ήμουν μέρος αυτού του team, μαζί με τον Λευτέρη Χαρίτο και Σταμάτη Πατρώνη. Που καταφέραμε να κάνουμε σε καθημερινή βάση μια σειρά που σε άλλες εποχές θα παιζόταν μία φορά την εβδομάδα. Κρατήσαμε αυτή την ποιότητα μέχρι τέλους. Εγώ ήμουν δύο χρόνια, οι συνάδελφοι μέχρι τέλους. Φέυγοντας από εκεί δεν αφήσαμε τίποτα που να έχουμε μετανιώσει. Το καλό είναι ότι αυτό έδωσε και ένα Knowhow σε πολλούς συναδέλφους, πολλούς παραγωγούς και φέτος πρέπει να έχουμε γύρω στις 25 σειρές.
Έχετε σκηνοθετήσει με επιτυχία και τον Όρκο με τον Γιάννη Στάνκογλου, στην ΕΡΤ1…
Ήταν ένα άλλο πείραμα που κάναμε. Αυτό λέω πάντα… Με ενδιαφέρουν δουλειές που με κάνουν και εγώ να μάθω κάτι από αυτές. Κάναμε μία σειρά με μονοκάμερο. Σήμερα είναι σαν να κάνουμε ταινία σε τέσσερις μέρες το επεισόδιο. Είναι πάρα πολύ λίγες, με 70% νυχτερινά γυρίσματα έξω στην πόλη και σε μία εποχή που είχε φοβερό χειμώνα, με πάρα πολύ κρύο. Παρόλα αυτά καταφέραμε και κάναμε 36 υπέροχα επεισόδια. Το μεταφυσικό ήταν το σενάριο εμείς προσπαθήσαμε και δώσαμε την μυρωδιά της Αθήνας, της πόλης και των αστέγων. Δείξαμε πολλά σημεία και βοηθησαμε και σε κάποιες αποφάσεις μετά, των δημοτικών συμβουλίων, γιατί τα είδαν μπροστά τους. Η ιατρική δρόμου έχει γίνει πια σχεδόν θεσμός. Βγαίνουν γιατροί στο δρόμο και κάνουν δουλειά. Αυτό είναι η μεγάλη του επιτυχία και η πολύ καλή συνεργασία.
Έχετε συνεργαστεί με σπουδαίους ανθρώπους. Με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον Πανουσόπουλο ενώ υπήρξατε μαθητής του Κισλόφσκι. Πως είναι να έχετε περάσει από αυτές τις συνεργασίες;
Σε κάθε συνεργασία κάτι μαθαίνεις. Η πρώτη συνεργασία που βασικά δεν ήταν ακριβώς συνεργασία απλώς πέτυχα τον Κισλόφσκι σε σεμινάρια στην Πολωνία και κάναμε ενάμισυ χρόνο σεμινάρια. Πήρα από αυτόν τον άνθρωπο τα πάντα. Ό,τι γνωρίζω για τον κινηματογράφο και ερμηνεία. Με τον Αγγελόπουλο ήταν πια δουλειά και με τον Πανουσόπουλο.
Είναι τεράστια πείρα να καταλαβαίνεις πως κάτι που έχει κάποιος στο μυαλό του σαν όραμα, το βλέπει να γίνεται και να επιμένει να το κάνει όπως ακριβώς το έχει στο μυαλό του. Αυτή την επιμονή του Αγγελόπουλου θαύμαζα και θαυμάζω ακόμα. Την επιμονή του στην τελειότητα που θέλει.
Αγαπάτε πιο πολύ τον κινηματογράφο, τηλεόραση ή θέατρο;
Μπορώ να πω ότι η αγαπημένη μου σύζυγος είναι η οθόνη και η ερωμένη μου είναι το θέατρο.
Σχεδιάζετε κάτι θεατρικό;
Όχι ακόμη, αλλά ψήνομαι σιγά σιγά για κάτι…
Κλείνοντας την συνέντευξη τι προτείνετε στους τηλεθεατές;
Να τους δει τους Πανθέους, στην ώρα τους ή και μετά διαδικτυακά. Γιατί κάτι καλό θα βγει από αυτό, γιατί θα δει πως φέρονταν οι άνθρωποι τότε, πως ήταν μία ολόκληρη εποχή.
Ένα μυστικό που μπορείτε να μας αποκαλύψετε για τον έρωτα Μάρμως – Κίτσου;
Θα ταλαιπωρηθούν πάρα πολύ. Υπάρχει πολύ μεγάλος έρωτας…