Ο Robert Redford είναι έρωτας. Αδιαμφισβήτητος και απόλυτος. Ένας από τους πιο όμορφους ξανθούς άνδρες του κινηματογράφου, γοητευτικός, σέξι και ακαταμάχητος, ήξερε να κερδίζει τις εντυπώσεις και να κλέβει καρδιές. Η άψογη εμφάνισή του αλλά και η γεμάτη αυτοπεποίθηση συμπεριφορά του, εδραίωσαν τον Redford ως έναν από τους καθοριστικούς σταρ της γενιάς του. Ένας ηθοπoιός που ήξερε πώς να δώσει σοβαρότητα αλλά και μια διαφορετική ανάσα στην ανάλαφρη ψυχαγωγία αλλά και στα βαριά, στοχαστικά δράματα.
Ο Robert Redford είναι υπεύθυνος για μερικές από τις πιο σημαντικές ταινίες των τελευταίων 50 ετών. Η καριέρα του ως ηθοποιού διήρκεσε από τη δεκαετία του 1960 έως τη δεκαετία του 2010, οπότε ανακοίνωσε την αποχώρησή του του από την υποκριτική.
Oι σκηνοθετικές του προσπάθειες, όπως το Ordinary People και το Quiz Show, απέσπασαν την αναγνώριση των κριτικών και την εμπορική αναγνώριση. Ο Redford έχει εμφανιστεί σε περισσότερες από 45 ταινίες και έχει σκηνοθετήσει 10. Η συγκλονιστική του εμφάνιση τον έκανε είδωλο, αλλά ποτέ δεν βασίστηκε σ’ αυτήν, επιλέγοντας ρόλους και ταινίες που είχαν σημασία γι’ αυτόν. Ο ίδιος, ανακοινώνοντας την αποχώρησή του απο τη μεγάλη οθόνη, μοιράστηκε ιστορίες που κρύβονται πίσω από τους εμβληματικούς ρόλους του.
Οι ιστορίες πίσω από τους εμβληματικούς ρόλους του
Η ταινία Ξυπόλυτοι στο Πάρκο, του 1967, είναι αισθηματική κομεντί, σε σκηνοθεσία Gene Saks και βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Neil Simon, ο οποίος το διασκεύασε για τη μεγάλη οθόνη. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι ο Robert Redford και η Jane Fonda.
Ωστόσο, προτού φθάσει στις κινηματογραφικές αίθουσες, ο Redford είχε πρωταγωνιστήσει στη θεατρική παράσταση. Ήταν 27 χρόνων όταν απέρριψε ένα τηλεοπτικό σόου στο Λος Άντζελες και αντ’ αυτού πληρώθηκε 130 δολάρια την εβδομάδα για μια δοκιμαστική προβολή του έργου του Neil Simon “Barefoot in the Park”, σε σκηνοθεσία ενός νεαρού κωμικού ονόματι Mike Nichols. “Δεν είχα ξανακάνει κωμωδία”, είχε πει ο Redford. “Και ο Nichols δεν είχε σκηνοθετήσει ποτέ θέατρο, οπότε μοιραστήκαμε και οι δύο μια μικρή ανασφάλεια”.
Η ταινία, πάντως, τον καθιέρωσε ως την πεμπτουσία του golden boy, περνώντας μεγαλο μέρος της καριέρας του αντιδρώντας σ’ αυτην την εικόνα.
Butch Cassidy and the Sundance Kid (1969)
“Όταν συνάντησα για πρώτη φορά τον [σκηνοθέτη] George Roy Hill, του είπα ότι σχετιζόμουν περισσότερο με τον χαρακτήρα του παράνομου Sundance Kid, αλλά δεν ήταν αυτός ο ρόλος για τον οποίο με ήθελε”, θυμάται ο Redford. “Αλλά ο George ενθουσιάστηκε και σκέφτηκε: Χμμ, θα το κάνω να δουλέψει’… Το στούντιο ήθελε ένα όνομα τόσο μεγάλο όσο του Paul Newman, και εγώ ήμουν αρκετά χαμηλά στη σκάλα του σταρ.
Δεν είχα γνωρίσει ποτέ τον Paul, αλλά επέμενε να υποστηρίξει το στούντιο τον George, και επειδή ήταν ο Paul Newman, συμφώνησαν. Το μόνο πράγμα που έκαναν ήταν να αλλάξουν τον τίτλο. Ονομαζόταν The Sundance Kid and Butch Cassidy – αλλά ήθελαν πρώτα το όνομα του Butch, επειδή αυτόν τον ρόλο έπαιζε ο Paul”.
The Sting (1973)
Τέσσερα χρόνια μετά τον Butch Cassidy, ο Redford επανενώθηκε με την ομάδα της ταινίας για το The Sting, το οποίο κέρδισε επτά Όσκαρ, συμπεριλαμβανομένου του Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Ο Redford κέρδισε επίσης τη μοναδική του υποψηφιότητα ως ηθοποιός. Ο ίδιος αποδίδει τη μερίδα του λέοντος της επιτυχίας στον σκηνοθέτη του. “Ο George Roy Hill λάτρευε να διαβάζει τις αστείες εφημερίδες. Λάτρευε την ιδέα να αφηγηθεί μια ιστορία σε τέσσερα ή πέντε πάνελ, οπότε μπόρεσε να πάρει το κάπως ελαττωματικό σενάριο, να αλλάξει μερικά πράγματα και να το μετατρέψει σε κάτι σχεδόν τέλειο”.
The Way We Were (1973)
Ο Redford αρχικά απέρριψε το ρόλο ενός φοιτητή που ερωτεύεται τη φιλελεύθερη ακτιβίστρια Barbra Streisand. “Ήταν κάτι σαν κούκλα Ken χωρίς διάσταση. Είπα: Θα με ενδιέφερε αν μπορούσαμε να βρούμε κάποια ελαττώματα σε αυτόν”. Μιλώντας για ελαττώματα, ο Redford είχε προειδοποιηθεί ότι η συμπρωταγωνιστριά του διέθετε μερικά. “Είχα ακούσει ένα σωρό τρελά πράγματα για την Barbra, αλλά κανένα από αυτά δεν ίσχυε για τη σχέση μας. Μου άρεσε να δουλεύω μαζί της. Διασκεδάζαμε πάρα πολύ”.
All the President’s Men (1976)
Ενώ ο Redford προωθούσε την πολιτικά φορτισμένη ταινία του The Candidate το 1972, είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με δημοσιογράφους. “Όλοι κουτσομπόλευαν για μια διάρρηξη στα κεντρικά γραφεία μιας προεκλογικής εκστρατείας“, είπε “Και μου κίνησαν την περιέργεια τα προφίλ των δύο τύπων που έγραφαν γι’ αυτό, του [Bob] Woodward και του [Carl] Bernstein. Και τότε ο πρόεδρος Nixon παραιτήθηκε εξαιτίας της διάρρηξης και πολλοί άνθρωποι είπαν ότι ήταν χθεσινή είδηση – αλλά εγώ είπα: Όχι, είναι η δυναμική μεταξύ αυτών των δύο τύπων που θα το κάνει να τραγουδήσει”.
Ο Redford συμπρωταγωνίστησε με τον Dustin Hoffman, και η ταινία ήταν μια εισπρακτική επιτυχία, κερδίζοντας τέσσερα Όσκαρ, συμπεριλαμβανομένου ενός για τον σχεδιασμό ήχου. “Πήραμε όλα τα στοιχεία της δουλειάς τους – τις γραφομηχανές, τα τηλέφωνα, τις πένες πάνω στο χαρτί – και ενισχύσαμε τον ήχο. Σε κάθε σκηνή όπου χρησιμοποιείται η γραφομηχανή, υπάρχει ένα πραγματικό μπαμ. Πώς ακούγεται; Ακούγεται σαν όπλο”.
Ordinary People (1980)
“Αυτή η ιστορία αφορούσε συναισθήματα που δεν μπορούν να επιτευχθούν, όπως με τον χαρακτήρα της μητέρας“, σημείωσε ο Redford για το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ένα οικογενειακό δράμα που κέρδισε Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας. “Το πρώτο στούντιο στο οποίο το πήγα είπε: Δεν μπορείς να βάλεις τη Mary Tyler Moore σε αυτόν τον ρόλο, είναι η αγαπημένη της Αμερικής”.
Αλλά θυμάμαι ότι καθόμουν στο σπίτι μου στο Μαλιμπού μια μέρα στο τέλος του φθινοπώρου και είδα αυτή τη γυναίκα κουκουλωμένη με το παλτό της και φαινόταν πολύ λυπημένη. Όταν συνειδητοποίησα ότι ήταν η Mary Tyler Moore, με χτύπησε σαν ένας τόνος τούβλα: Ουάου, θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Όταν της ζήτησα να συμμετάσχει στην ταινία, το ήθελε περισσότερο από μένα. Ήθελε να εξερευνήσει αυτή την πλευρά του εαυτού της και έδωσε το 100%”.
Quiz Show (1994)
Αν το “Ordinary People” αναφέρεται στα ψέματα που λένε οι άνθρωποι στον εαυτό τους, το αριστουργηματικό “Quiz Show” του Ρέντφορντ, βασισμένο σε ένα τηλεοπτικό σκάνδαλο, αναφέρεται στα ψέματα που λένε στους ανθρώπους. “Όλα έχουν να κάνουν με το πώς εξαπατάται το κοινό. Αυτή είναι μια ιστορία που αφορά πολύ περισσότερα από ένα σόου κουίζ της δεκαετίας του ’50”.
All Is Lost (2013)
Γι’ αυτήν τη μινιμαλιστική ταινία δράσης του σκηνοθέτη J.C. Chandor (Margin Call), ο Redford έλαβε ίσως τις καλύτερες κριτικές της καριέρας του ως ναυτικός που προσπαθεί να επιβιώσει ενώ το πλοίο του βυθίζεται στον Ινδικό Ωκεανό. “Αυτή ήταν μια ταινία ανταρτοπόλεμου σε όλη τη διαδρομή“, είπε ο ίδιος. “Χωρίς ειδικά εφέ, μόνο ωμή κινηματογράφηση. Ήταν πολύ σκληρό, αλλά το λάτρεψα. Μου άρεσε η αίσθηση του καθαρού κινηματογράφου στο αίμα μου”.
Το κόλπο του στις ερωτικές σκηνές
Το 1973, η εμβληματική ταινία “The Way They Were” (Τα καλύτερά μας χρόνια) βγήκε στις κινηματογραφικές οθόνες, κερδίζοντας δύο Όσκαρ και με εξαιρετικές ερμηνείες από τον Robert Redford και την Barbra Streisand. Ο συγγραφέας Robert Hofler στο “The Way They Were: How Epic Battles and Bruised Egos Brought a Classic Hollywood Love Story to The Screen” έριξε φως σ’ εκείνη την εποχή και, κυρίως, αποκάλυψε το ιδιότυπο κόλπο του Redford στα γυρίσματα των ερωτικών σκηνών.
Αρχικά, ο Redford ήταν απρόθυμος να συνεργαστεί με μια γυναίκα που δεν θεωρούσε “σοβαρή ηθοποιό”. Η ίδια η Streisand στα απομνημονεύματά της, αποκάλυψε τον τρόπο με τον οποίο έπεισε τον σταρ να πρωταγωνιστήσει στην ταινία της. Ωστόσο, ο Redford, στην πραγματικότητα, ήθελε να προστατεύσει τον εαυτό του, δεδομένων των ευθυνών του ως συζύγου και πατέρα τεσσάρων παιδιών. Αλλά και η Streisand δεν ήθελε να είναι εντελώς γυμνή στις σκηνές, γι’ αυτό φόρεσε ένα μπικίνι.
Ο Redford, από την άλλη πλευρά, κράτησε μια πιο συντηρητική στάση φορώντας διπλά εσώρουχα και στόχευσε σε μια πιο “all-ages” προσέγγιση.
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Robert Redford γεννήθηκε στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας, στις 18 Αυγούστου του 1936. Ο πατέρας του ήταν, αρχικά, γαλατάς και, στη συνέχεια, λογιστής, ενώ η μητέρα του ήταν νοικοκυρά. Η καταγωγή των προγόνων του είναι βρετανική (Αγγλία και Σκωτία) και ιρλανδική, κάτι που εξηγεί, τα πυρόξανθα μαλλιά του, τα οποία είναι και το κύριο γνώρισμά του. Κατά τα σχολικά του χρόνια, ήταν συμμαθητής με το διάσημο παίκτη του μπέιζμπολ Don Dearsdale. Λέγεται πως, όταν γύριζε από το σχολείο του στο σπίτι, σταματούσε έξω από τα στούντιο της Fox, για να παρακολουθήσει τους διάσημους ηθοποιούς της εποχής.
Στην εφηβεία του, συνήθιζε να κάνει μικροκλοπές (τάσια αυτοκινήτων), ενώ κατανάλωνε πολύ αλκοόλ. Η συμπεριφορά του αυτή τον εμπόδισε να κερδίσει κάποια υποτροφία, ώστε να μπορέσει να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο.
The Great Gatsby (1974) ❤️ #RobertRedford #MiaFarrow pic.twitter.com/aesCNtkDML
— Lucy 💐🌈🍸🤠🇺🇦🇬🇧 (@Kitten2402) January 28, 2024
Μόλις αποφοίτησε από το σχολείο, κέρδισε, τελικά, υποτροφία για το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, χάρις στην ικανότητά του στον αθλητισμό και -κυρίως- στο μπέιζμπολ. Εκείνο το χρονικό διάστημα δούλευε ως σερβιτόρος σε ένα εστιατόριο-μπαρ. Έπειτα, ξεκίνησε να δουλεύει στις πετρελαιοπηγές της Καλιφόρνια, ώστε να μαζέψει χρήματα, για να μπορέσει να κάνει ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Κατάφερε να μείνει στη Γηραιά Ήπειρο για έναν -περίπου- χρόνο. Τον περισσότερό του καιρό τον πέρασε στο Παρίσι, ενώ γράφηκε και στη Σχολή Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας. Όμως, οι κακές κριτικές των καθηγητών του, τον οδήγησαν στην επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αργότερα, μετέβη στο Μπρούκλιν, για να κάνει μαθήματα ζωγραφικής στο Ινστιτούτο Πρατ, κάτι που επηρέασε αρκετά τη ζωή του και τον ίδιο, αφού για μια περίοδο είχε αποκτήσει ένα αρκετά μποέμικο στιλ. Στη συνέχεια, πήγε στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών της Νέας Υόρκης, έπειτα από παρότρυνση ενός φίλου του. Στην ακρόασή του, κατάφερε να εκπλήξει τους κριτές, οι οποίοι ανέφεραν πως: “διαθέτει μια φυσική άνεση στην έκφραση, ζωηρή φαντασία, ένα χάρισμα”. Η επαφή του αυτή με την υποκριτική τον κέρδισε και τον έκανε να ασχοληθεί σοβαρά με το αντικείμενο.
Ο πρώτος του ρόλος ήταν στην παράσταση Tall Story το 1958, η οποία παίχτηκε στο θέατρο Μπρόντγουεϊ. Ακολούθησαν μικροί ρόλοι στις τηλεοπτικές σειρές The Naked City και Route 66. Το πρωταγωνιστικό ντεμπούτο του σε τηλεοπτική σειρά έγινε το 1960 στο Maverick. Ακολούθησαν και άλλες σειρές και θεατρικές παραστάσεις. Η σπουδαιότερη παράσταση, στην οποία συμμετείχε ήταν το “Ξυπόλυτοι στο πάρκο” το 1963.
Το 1967, έπαιξε στην τηλεοπτική σειρά Alcoa Premiere, για την εμφάνισή του στην οποία, κέρδισε το βραβείο Emmy β’ ανδρικού ρόλου. Η πρώτη φορά που συμμετείχε σε κινηματογραφική ταινία ήταν το 1962, στο ανεξάρτητο War Hunt (Ο πόλεμος μας έκανε σκληρούς), το οποίο γυρίστηκε μέσα σε δύο εβδομάδες. Το 1965, έπαιξε στο Situation Hopeless… But Not Serious, το οποίο ήταν η πρώτη του επίσημη ταινία. Την ίδια χρονιά, συμπρωταγωνίστησε με τους Natalie Wood και Christopher Plummer στο Inside Daisy Clover, του Robert Mulligan το οποίο προτάθηκε, τελικά, για δύο βραβεία Όσκαρ, ενώ ο ίδιος ο Redford κέρδισε την πρώτη του Χρυσή Σφαίρα, αφού ανακηρύχθηκε ο πιο πολλά υποσχόμενος ηθοποιός. Απέρριψε πρωταγωνιστικούς ρόλους στα Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ; και Ο Πρωτάρης του Mike Nichols, επειδή ανησυχούσε για την πιθανή δημιουργία του “στερεοτύπου του ξανθού αρσενικού”.
To 1980 ίδρυσε στη Γιούτα το Sundance Institute, τη “μητρόπολη” του ανεξάρτητου κινηματογράφου.
Βραβεύσεις
Ως καλλιτέχνης
- Βραβείο Όσκαρ για τη συνολική προσφορά του στον κινηματογράφο (2002)
Ως ηθοποιός:
- Βραβείο Emmy β’ ανδρικού ρόλου για την τηλεοπτική σειρά Alcoa Premiere
- Χρυσή Σφαίρα πιο πολλά υποσχόμενου ηθοποιού για την ταινία Inside Daisy Clover
- Βραβείο BAFTA καλύτερου ηθοποιού για την ταινία Tell Them Willie Boy Is Here
- Βραβείο BAFTA καλύτερου ηθοποιού για την ταινία Downhill Racer
Ως σκηνοθέτης:
- Όσκαρ σκηνοθεσίας για την ταινία Ordinary People
Tα βιογραφικά στοιχεία από τη Βικιπαίδεια