Οπως λένε και εκείνοι… δύο μυαλά είναι καλύτερα από ένα. Η δύναμη της δυάδας είναι μεγάλη και επιθυμητή στους ευφυείς ανθρώπους. Στα κινηματογραφικά πράγματα δεν είναι λίγες οι φορές που ηθοποιοί σε δυάδες έκαναν καριέρα λόγω της μεταξύ τους χημείας (Bradley Cooper και Jennifer Lawrence, Ryan Gosling και Emma Stone, Αλίκη Βουγιουκλάκη και Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Al Pacino και Robert De Niro, Ben Stiller και Owen Wilson κ.ά.) ή που στενά συνδεδεμένοι ρόλοι απογείωσαν μια ταινία (Batman και Robin, Thelma και Louise, Mathilda και Léon στο Léon: The Professional, Vincent Vega και Jules Winnfield στο Pulp Fiction, Sherlock Holmes και Dr. Watson, Bonnie και Clyde κ.ά.).
Όλα αυτά τα ζευγάρια έγραψαν ιστορία on camera. Και πίσω από τα φώτα, όμως, υπάρχουν αχτύπητες δυάδες που κάνουν σιωπηλά τη δουλειά τους με υψηλές προδιαγραφές, για να θυμόμαστε εμείς οι θεατές τα πρόσωπα και τις ταινίες που προανέφερα και πολλές ακόμα. Μιλήσαμε λοιπόν με τον Γιάννη Παπαδόπουλο και τον Μιχάλη Σαμιώτη, Production designers, που τους δένει μια στενή φιλία και πολλές ώρες εργασίας στα σετ διάφορων ταινιών. Πάμε να μας βάλουν λίγο στον μαγικό κόσμο της έβδομης τέχνης…
Σε λιγότερο από ένα χρόνο κλείνουμε 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ένα δραματικό γεγονός τόσο κοντά μας, αλλά ταυτόχρονα και πολύ μακριά από εμάς σαν εικόνα. Πώς καταφέρατε να προσεγγίσετε και να αποδώσετε τόσο αληθινά τις εικόνες από τη Σμύρνη στην ταινία Ευτυχία;
Κινηματογραφικά, μια καταστροφή δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια στον θεατή για να σκεφτεί και να δει χώρο, δίνοντας έτσι την ελευθερία στον σκηνογράφο να λειτουργήσει αφαιρετικά. Διαλέξαμε έτσι τον παλιό εργοστασιακό χώρο του Λαυρίου, που θύμιζε το βιομηχανικό κομμάτι της Σμύρνης, και το ορίσαμε ως ένα πέρασμα προσφύγων μέσα από φωτιές και καπνό.
Ήταν διαφορετική η διαδικασία και ίσως πιο εύκολη στην προσέγγιση της παλιάς Αθήνας που μας μεταφέρατε στην ίδια ταινία;
Δυστυχώς, η Αθήνα έχει δεχτεί κακές παρεμβάσεις στο κέντρο της. Αυτό αφήνει λίγα περιθώρια για την κάμερα να ελιχθεί και να δει μεγάλα κομμάτια της που να θυμίζουν κάποια εποχή. Καθώς η ταινία περνούσε μέσα από διάφορες εποχές και κοινωνικά στρώματα, η διαδικασία απεικόνισης της παλιάς Αθήνας ήταν ένα κολάζ από διάσπαρτα σημεία της Αττικής, όπως η Πλάκα, η Ομόνοια, η Κυψέλη και ο Πειραιάς.
Μιλήστε μας λίγο για το έργο του σκηνογράφου. Τι ακριβώς καλείστε να κάνετε σε μια κινηματογραφική παραγωγή; Ασχολείστε και με παραγωγές εκτός κινηματογραφικού κόσμου;
Ο σκηνογράφος είναι ο χώρος και το χρώμα της ταινίας μέσα στο οποίο ο σκηνοθέτης κινεί τους ηθοποιούς του. Θα θέλαμε απλά να σημειώσουμε ότι ο σωστός όρος για μεγάλες παραγωγές και η ονομασία της ειδικότητάς μας είναι Production designer. Μετά το Gone with the Wind, όπου ο σκηνογράφος έκανε όλη την επιμέλεια της εικόνας, από σκηνικά και κοστούμια, μαλλιά, μακιγιάζ και ειδικά εφέ, μας δόθηκε αυτός ο τίτλος και έκτοτε είμαστε υπεύθυνοι για όλο το ύφος μιας ταινίας.
Είμαστε κινηματογραφιστές και παράλληλα έχουμε εργαστεί στον χώρο της διαφήμισης για πολλά χρόνια, σε συνεργασίες όπως με τους Γιώργο Λάνθιμο, Αργύρη Παπαδημητρόπουλο, Μπάμπη Μακρίδη και Βαρδή Μαρινάκη.
Η Ελλάδα είναι γόνιμη και σε έναν καλό δρόμο για απίστευτη κινηματογραφική εξέλιξη. Χρειάζεται όμως δυνατή υποδομή, για να βγουν νέοι άνθρωποι με συγκεκριμένες ειδικότητες, ώστε να καλύψουν τα κενά που υπάρχουν, για να γίνει
ένα σωστό εμπορικό σινεμά.
Πόσο μπορεί ένα σκηνικό να μεταμορφώσει έναν ρόλο;
Τραγικά, αν δεν γίνει καλά, ενώ αν γίνει σωστά είναι ικανό να δώσει στον ηθοποιό όλα τα στοιχεία που χρειάζεται για να μπει στη δραματουργία της σκηνής και να απογειώσει τον δημιουργό και τον θεατή.
Ποια ήταν τα ερεθίσματα που είχατε ο καθένας ξεχωριστά και που σας έκαναν να θέλετε να ασχοληθείτε με αυτήν τη δουλειά;
Γιάννης Παπαδόπουλος: Μεγάλωσα με έναν απίστευτο πατέρα, που ήταν λάτρης της όπερας και με πήγαινε συνέχεια σε τεράστια θέατρα, όπου τα σκηνικά και τα κοστούμια πάντα με μάγευαν. Έζησα από πολύ μικρός σε διαφορετικά μέρη του κόσμου με τους γονείς μου και η ζωγραφική έγινε το εργαλείο μου για να διαχειρίζομαι τις αλλαγές και για να θυμάμαι όλα τα σημεία του πλανήτη στα οποία πηγαίναμε. Ζωγράφιζα μόνο χώρους και όχι ανθρώπους και όταν έβαζα ανθρώπους ήταν μονάχα για να βάλω μια κλίμακα στα πράγματα. Ήμουν πολύ μικρός για να έχω κάμερα, αλλά όταν ο πατέρας μου έφερε μια σούπερ 8 Mamiya στο σπίτι μας, εκεί έγινε το κλικ με το φιλμ και έκτοτε απλά «έτρωγα ταινίες». Ημασταν σε μια μόνιμη κίνηση και η πολυτέλεια όλων αυτών των εικόνων και καταστάσεων που βίωσα με σχημάτισε σε αυτό που είμαι τώρα.
Μιχάλης Σαμιώτης: Για μένα ήταν μονόδρομος γιατί προέρχομαι από οικογένεια κινηματογραφιστών και, γοητευμένος καθώς ήμουν από το σινεμά από μικρή ηλικία, δεν είχα άλλη επιλογή.
Συνεργάζεστε χρόνια απ’ ό,τι έχω καταλάβει. Είναι εύλογο να σας λέμε «δίδυμο». Μιλήστε μας για το πώς γνωριστήκατε και για τη σχέση σας.
Είμαστε φίλοι 30 χρόνια και έχουμε κάνει τέσσερις ταινίες μαζί, αλλά πάντα συνυπάρχουμε, ανταλλάσσοντας ιδέες. Με την αφορμή της Ευτυχίας δημιουργήσαμε μια πιο μόνιμη εργασιακή συνθήκη. Ως δίδυμο, βασιζόμαστε περισσότερο σε έναν δυνατό φιλικό δεσμό, ο οποίος βοηθάει απίστευτα στο να υπάρχει σεβασμός και να μοιράζεται ο όγκος της δουλειάς με δομή και τάξη. Δύο μυαλά είναι πάντα καλύτερα.
Το πιο παράξενο ή αστείο σκηνικό που έχετε ζήσει μαζί στη δουλειά και ακόμα το θυμάστε;
Η σκηνή με τον Τσάκωνα στα Φτηνά Τσιγάρα, στο καφέ «55».
Πέρυσι και λίγο πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, βιώσατε την απόλυτη χαρά και αναγνώριση μέσω της ταινίας Ευτυχία. Μάλιστα, σας απονεμήθηκε το βραβείο Ιρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για τη σκηνογραφία σας στην εν λόγω ταινία του Άγγελου Φραντζή. Πόσο μεγάλη ήταν η αντίθεση αυτής της χαράς με την απόλυτη παύση που φαντάζομαι ζήσατε κι εσείς στη διάρκεια των lockdowns;
Πιστεύουμε ότι η χαρά της επιβράβευσης για τον καλλιτέχνη είναι τόσο έντονη που δεν μπορεί να επηρεαστεί από το περιβάλλον. Βραβευτήκαμε μέσα στο πρώτο lockdown και ψυχικά δημιουργήθηκε μια φούσκα ασφαλείας. Το βραβείο μάς έδωσε απίστευτη δύναμη για να αντεπεξέλθουμε μέσα σε όλο αυτό το χάος, οπότε το κοντράστ δεν ήταν τόσο έντονο.
Τι άλλαξε μετά τη βράβευσή σας στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς; Είναι τελικά η χώρα μας γόνιμη για δημιουργικότητα;
Παίρνεις αμέσως το επόμενο μεγάλο έργο, κι εδώ είναι το στοίχημα. Να έχεις συνοχή και αν είσαι τυχερός να σου δοθεί η ευκαιρία να το κάνεις καλύτερο. Η Ελλάδα είναι γόνιμη και σε έναν καλό δρόμο για απίστευτη κινηματογραφική εξέλιξη. Χρειάζεται όμως δυνατή υποδομή για να βγουν νέοι άνθρωποι με συγκεκριμένες ειδικότητες, ώστε να καλύψουν τα κενά που υπάρχουν για να γίνει ένα σωστό εμπορικό σινεμά.
Τώρα ξαναμπαίνετε στο παιχνίδι με τα γυρίσματα της ταινίας Σμύρνη μου Αγαπημένη, που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Μιμής Ντενίση. Ολοι μιλάνε για ένα πολυαναμενόμενο φιλμ, με διεθνές καστ και πολύ υψηλές προδιαγραφές, που θίγει το μεταναστευτικό/προσφυγικό σε δύο χρόνους, στη Μυτιλήνη του 2015 και στη Μυτιλήνη του 1922. Φαντάζομαι ότι πριν από τα γυρίσματα έχει γίνει ήδη η μισή δουλειά, επομένως… τι σας δυσκόλεψε και τι σας γοήτευσε περισσότερο σε αυτό το project;
Ο χρόνος και το κόστος είναι μεγάλα στοιχεία για το εμπορικό σινεμά και πρέπει όλοι οι παραγωγοί να έχουν αυτά τα δύο συστατικά στο μενού τους όταν κάνουν το μεγάλο έργο. Είναι αρκετά χρονοβόρο και ακριβό να χτίζεις κόσμους και εποχές και να στήνεις τη μεγάλη ιδέα. Εδώ έχουμε αρκετά εργαλεία για να έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε μια σοβαρή δουλειά. Ιδεατά, όμως, θα θέλαμε λίγο παραπάνω χρόνο, τον οποίο καταφέραμε να κερδίσουμε με τη συνύπαρξη των δυο μας. Μας γοήτευσαν η μελέτη και η έρευνα για τη συγκεκριμένη εποχή στην απόλυτή της λεπτομέρεια.
Συνεργάζεστε σταθερά με την Tanweer Productions; Τι είναι αυτό που σας κάνει να επιλέγετε ξανά και ξανά αυτήν τη σύμπραξη;
Δεν έχει να κάνει με τη σταθερότητα, αλλά με την ποιότητα της συνεργασίας, που τυγχάνει να είναι άψογη.
Κύριε Παπαδόπουλε, εσείς δραστηριοποιείστε και μεταξύ Νέα Υόρκης, Ελλάδας και Ελβετίας ως συνιδρυτής του TheFlownyc. Μιλήστε μας γι’ αυτό το project. Πώς ξεκίνησε και ποιο κομμάτι σας δίνετε εκεί;
Το TheFlownyc είναι ένα boutique Creative Agency/Production Home, το οποίο δημιουργήσαμε μαζί με τη σύζυγό μου Μαρία Γαρόζη και στο οποίο λειτουργούμε ως creative couple από τη Νέα Υόρκη και την Αθήνα. Ξεκίνησε με πελάτες μέσα από τον χώρο της μόδας, του luxury και των διεθνών εκδόσεων της Vogue, για τα οποία εργαζόταν η Μαρία. Τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί σε full service agency & production home με παραρτήματα σε Ελλάδα και Ελβετία.
Απ’ όσο γνωρίζω, και οι δυο σας έχετε μια επαγγελματική εξωστρέφεια, κινούμενοι εκτός συνόρων. Είστε δίδυμο και σε αυτό το ταξίδι; Τι διαφορές βλέπετε εδώ, στην Αμερική και στην Ευρώπη στο κομμάτι υλοποίησης των σχεδίων σας;
Σε συνεργασία με το TheFlownyc, μαζί στήνουμε το ArtHouseAthens ως ένα full Art Department service σε Αθήνα και Νέα Υόρκη. Ο στόχος μας είναι να προσελκύσουμε παραγωγές από το εξωτερικό και να προσφέρουμε την εναλλακτική αυτή σε εταιρείες παραγωγής όπως η Tanweer για projects εγχώρια και μη. Η υποδομή αλλάζει, ο τρόπος όμως παραμένει ο ίδιος, και με τις νέες βάσεις και τις οικονομικές διευκολύνσεις η Ελλάδα θα γίνει προορισμός για το παγκόσμιο σινεμά. Στο χέρι μας είναι να δημιουργήσουμε άψογες συνεργασίες, ώστε να δημιουργηθεί μια συμπαγής σχέση της Ελλάδας με παραγωγούς από το εξωτερικό.
Στην Αμερική έχετε συνεργαστεί με μεγάλες προσωπικότητες του Χόλιγουντ, όπως ο Gary Oldman και η Uma Thurman. Τι κερδίσατε από αυτές τις συνεργασίες;
Το να βρίσκεσαι στο σετ με μεγάλα ονόματα είναι σύνηθες στη δουλειά μας. Ενας επαγγελματίας αυτού του επιπέδου απλά κάνει τη δουλειά μας πιο εύκολη και εμπλουτίζει τις γνώσεις μας με την εμπειρία του και τα επιτεύγματά του στον χώρο. Για παράδειγμα, στη Σμύρνη θα έχουμε την τιμή να είμαστε με διεθνή ονόματα, όπως η Vanessa Redgrave, η Susan Hampshire και ο Burak Hakki.
Πού πάσχει και τι χρειάζεται ο ελληνικός κινηματογραφικός χώρος για να παραγάγει εμπορικό σινεμά με υψηλή αισθητική;
Δεν πάσχει, το ανθρώπινο υλικό και η παιδεία υπάρχουν. Αρκεί να προβληθεί με καλύτερο τρόπο και η πολιτεία να τον αγκαλιάσει, ώστε να γίνει ένα ισχυρό κομμάτι του πολιτισμού και της ελληνικής οικονομίας.
Από την Κρίστελ Λιάκου
Φωτογραφίες Νίκος Μαλιάκος
*Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο περιοδικό InStyle, τεύχος Ιουλίου