Η ηθοποιός Χαρά Μάτα Γιαννάτου αφήνει για λίγο στην άκρη τον ρόλο της αστυνόμου στο σίριαλ Σκοτεινή θάλασσα και κλέβει αβίαστα την παράσταση.
Η Χαρά είναι µια νέα γυναίκα, ενηµερωµένη, µε κοινωνική ενσυναίσθηση και, παρότι η δηµοφιλία της έχει αρχίσει να µεγαλώνει µετά τη συµµετοχή της σε δύο επιτυχηµένα σίριαλ (Κόκκινο ποτάµι, Σκοτεινή θάλασσα), εκείνη εξακολουθεί να είναι προσιτή και να ευχαριστιέται τις χαρές της ζωής, όπως το σινεµά και το θέατρο, τα οποία επισκέπτεται και ως θεατής.
Μένει στην Κυψέλη και απολαµβάνει τις βόλτες µε τη σκυλίτσα της στη γειτονιά της και την ευκολία να πετάγεται για έναν καφέ µε τους φίλους της, που επίσης µένουν εκεί γύρω.
Μιλήσαµε για πολλά πράγµατα, ένα εξ αυτών ήταν και οι ζωντανοί µύθοι του χώρου – ηθοποιοί που έχουν γράψει ιστορία στο θέατρο και που αναπόφευκτα θαυµάζεις. Ωστόσο, µεγαλύτερο ενδιαφέρον από το ποιους θαυµάζει εκείνη, έχει το πώς αποδοµεί το star-struck σύνδροµο. «[…] Βέβαια, οι µύθοι αποµυθοποιούνται κιόλας. Αυτό δεν το λέω ως κάτι αρνητικό. Μας συµβαίνει µε τα πάντα γύρω µας και πρώτα από όλα µε τους γονείς µας. Εµένα µου έχει συµβεί µε τη σχολή, δηλαδή µε το πώς έβλεπα το Εθνικό πριν µπω, αφού µπήκα και στην πορεία της φοίτησής µου. Και τώρα, που έχω τελειώσει, επίσης το βλέπω αλλιώς. Γενικά όσο κάνεις βήµατα και προχωράς τα πράγµατα γύρω σου σταµατάνε να είναι µύθοι και κανονικοποιούνται. ∆εν είναι ευχάριστο, αλλά δεν σηµαίνει και κάτι κακό».
Έχεις γεννηθεί στο Βερολίνο αλλά µεγάλωσες στην Ελλάδα. Σπούδασες στο Εθνικό Θέατρο και, παρότι στην αρχή δούλεψες στη Γερµανία, επέλεξες να κάνεις καριέρα εδώ. Γιατί αυτό; ∆εν ισχύει πως όλα γίνονται καλύτερα στο εξωτερικό;
Είχα πάντα σχέσεις µε τη Γερµανία. Μεγαλώνοντας, τα καλοκαίρια, τα Χριστούγεννα και όποτε ήταν εφικτό επισκεπτόµασταν το Μόναχο, όπου ζουν τα αδέρφια της µητέρας µου, ή το Βερολίνο, όπου ήταν οι φίλοι της. Οι διακοπές µου δεν ήταν σε κάποιο νησί ή χωριό – το χωριό µου ήταν το Βερολίνο. (γέλια) Το ότι δούλεψα στη Γερµανία δεν συνέβη όπως το φαντάζεσαι. Είχα πάει να µείνω εκεί πριν µπω στη σχολή και ψαχνόµουν. Σκεφτόµουν ότι επειδή ο παππούς µου ο Γερµανός είναι ηθοποιός θα έπρεπε κι εγώ να δραστηριοποιηθώ εκεί. Οµως, στα 21 µου, και ενώ ήδη ζούσα δύο χρόνια στη Γερµανία, βρέθηκα στην Αθήνα και οι ηµεροµηνίες των εισαγωγικών για το Εθνικό µε βόλευαν, οπότε πήγα κι έδωσα πριν γυρίσω στο Βερολίνο. Πέρασα και, τελειώνοντας τη σχολή, µια από τις πρώτες µου δουλειές ήταν στη Γερµανία: δύο παραστάσεις και µια ταινία που προέκυψαν από την Ελλάδα.
Πιστεύεις ότι υπάρχει ξενοµανία στη χώρα µας;
Εννοείται πως υπάρχει! Αν έχεις φύγει έξω κι έχεις δουλέψει κιόλας, όταν επιστρέφεις σε βλέπουν ξαφνικά µε άλλο µάτι. Ή, κάτι που συµβαίνει συχνά δυστυχώς, άνθρωποι και καλλιτέχνες αναγνωρίζονται πρώτα από κάποια άλλη χώρα και µετά από τη δική µας. Κάτι άλλο που παρατήρησα στο εξωτερικό είναι πως µας εκτιµούν πολύ, και µάλιστα όσοι δουλεύουν µε Ελληνες ηθοποιούς έχουν να λένε πως είναι πολύ καλό το δυναµικό που τους έρχεται. Οπότε επιδιώκουν να δουλεύουν µαζί µας.
Τι κάνουν καλύτερα εκεί και τι κάνουµε καλύτερα εµείς εδώ;
Κοίτα, εδώ δεν υπάρχει κάποια πρόνοια σε σχέση µε το δικό µας επάγγελµα, είσαι λίγο στον αέρα. Είσαι µόνος σου και κάπως έτσι µιλάς µόνος σου για τα οικονοµικά, για το πρόγραµµα… Ολο αυτό έξω φαντάζει τρελό. Για εκείνους είναι δεδοµένο ότι υπάρχει ένας άνθρωπος, ο ατζέντης, µε τον οποίο θα µιλήσει ο παραγωγός µε εντελώς άλλους όρους απ’ ό,τι θα µιλήσει µαζί µου – που ενδεχοµένως να µε πιάσει στο συναισθηµατικό ή να πατήσει πάνω στη λαχτάρα µου να κάνω µια δουλειά και να µου προσφέρει ένα χαµηλό ποσό. Είναι σχεδόν βέβαιο κάθε φορά που µιλάς µε αυτούς τους ανθρώπους για το οικονοµικό πως προσπαθούν να σε φάνε. ∆εν σου προτείνουν ποτέ αυτό που µπορείς ή που θα έπρεπε να πάρεις. Ενας ατζέντης ξέρει τα οικονοµικά στοιχεία κάθε παραγωγής και βάσει αυτών κρίνει ποιο είναι το σωστό ποσό για να πληρωθείς από µια δουλειά. Αυτό είναι το µόνο κοµµάτι ίσως που θα έπρεπε να ζηλεύουµε, γιατί σου δηµιουργεί ένα πλαίσιο ασφάλειας, απαραίτητο σε αυτή την ταραγµένη περίοδο που ζούµε. Είµαστε λίγο κοµάντο στην Ελλάδα, γιατί έχουµε µάθει να τα κάνουµε όλα µόνοι µας, γι’ αυτό µάλλον µας εκτιµούν και στο εξωτερικό. Είναι πολύ «σκληροπυρηνικό», ας πούµε, να παίρνεις τα ρούχα της παράστασης να τα πλύνεις σπίτι σου για να τα ξαναφορέσεις, αλλά κάπως έτσι τελικά δηµιουργείς µια αντίληψη για τη δουλειά σου πολύ πιο ολοκληρωµένη.
Σου έχει τύχει να µην πληρωθείς ποτέ από µια δουλειά; Ή κάτι άλλο που σε έκανε να ευχηθείς να είχες ατζέντη;
Μου έχει συµβεί να πρέπει να πάρω εγώ τηλέφωνο για να υπενθυµίσω την πληρωµή µου. Γεγονός που στη δική µου περίπτωση µπορεί να γίνει περίπλοκο µερικές φορές, γιατί είµαι λίγο χύµα και µου έχει τύχει να προσπαθώ να θυµηθώ µε ποιον µίλησα και σε ποιον πρέπει να απευθυνθώ για την πληρωµή µου. Είναι κάτι που µε δυσκολεύει, γιατί δηµιουργείται µια ολόκληρη ιστορία, όπου ψάχνεις µηνύµατα, emails κτλ. για να βρεις τελικά την επαφή. Είναι λίγο παράνοια.
Το ευρύ κοινό σε γνώρισε µέσα από τον ρόλο σου στο Κόκκινο ποτάµι, στο Open, και τώρα από τον νέο σου τηλεοπτικό ρόλο, στη Σκοτεινή θάλασσα, στο Mega. Ωστόσο, έχεις κάνει πολύ θέατρο και έχεις δηλώσει ότι λατρεύεις τον κινηµατογράφο. Τι βρίσκεις σε καθέναν από αυτούς τους τρεις χώρους;
Είναι τελείως διαφορετικές οι ποιότητες της δουλειάς. Στο θέατρο υπάρχει µια άλλη τριβή. Είναι δύο-δυόµισι µήνες που κάνεις πρόβες σε κάτι συγκεκριµένο, το χτίζεις από την αρχή και γεννιέται κάτι που σε κάθε παράσταση είναι µοναδικό, και µόλις τελειώσει η παράσταση δεν θα υπάρξει ξανά το ίδιο. Το ωραίο σε κάθε τέτοια δουλειά είναι το κοινό, που µπορείς να το αισθανθείς, γιατί τη στιγµή που παίζεις υπάρχει άµεση ανταπόκριση, κάτι που επηρεάζει την ίδια την παράσταση. Κάθε βράδυ δηµιουργείται µια µοναδική ενέργεια!
Ο κινηµατογράφος, από την άλλη, είναι υπέροχος γιατί είναι πολλές τέχνες µαζί. Το πώς θα βγεις εσύ δεν έχει να κάνει µόνο µ’ εσένα και βασικά δεν περνάνε όλα από το χέρι σου. ∆εν ξέρεις καν τι αποτέλεσµα θα βγει. Επίσης, το ότι αυτό που κάνεις θα µείνει για πάντα έχει κι αυτό τη µαγεία του. ∆εν καταλαβαίνω πώς µερικοί άνθρωποι δεν πηγαίνουν σινεµά… Οταν βλέπεις ταινία είναι µαγεία, σκέψου να παίζεις σε αυτήν! Η τηλεόραση και ο κινηµατογράφος κάπου µοιάζουν – για εµάς, είναι και τα δύο υποκριτική µπροστά την κάµερα. Εκεί που διαφέρουν είναι στο ότι στην τηλεόραση υπάρχει µεγάλη αναγνωρισιµότητα. Κάνεις µια δουλειά και µετά βλέπεις ότι η αποδοχή του κόσµου είναι πιο άµεση και γρήγορη.
Μου κάνει εντύπωση που, ενώ µιλάς για τα όµορφα της υποκριτικής, αναφέρεσαι στον παραλήπτη, δηλαδή το κοινό.
Μα δεν παίζουµε για τον εαυτό µας. Ο θεατής σε κάνει ηθοποιό. ∆εν µπορώ να παίζω εγώ θέατρο στο σαλόνι µου και να θεωρούµαι ηθοποιός. Αλλωστε, εν γένει το θέατρο δεν µπορεί να υπάρξει χωρίς θεατή. Ο παραλήπτης είναι ο στόχος και αυτόν σκέφτεσαι όταν παίζεις. Γιατί όντως επικοινωνείς κάτι!
Στη Σκοτεινή θάλασσα υποδύεσαι τη Σµαρώ, µια υπαστυνόµο που θέλει να διαλευκάνει ένα παλιό έγκληµα, για να αποκαταστήσει την τάξη σε µια µικρή κοινωνία. ∆ύσκολα βλέπουµε γυναίκες σε τέτοιους ρόλους. Νιώθεις το βάρος να προσεγγίσεις όσο πιο φεµινιστικά γίνεται αυτόν τον χαρακτήρα;
∆εν το είχα σκεφτεί έτσι, ίσως γιατί από γραφής ο ρόλος είναι δυναµικός, οπότε δεν ένιωσα την ανάγκη να το τονίσω επιπλέον. Συναναστρέφοµαι µε πολλές γυναίκες, τις αγαπώ πολύ και νιώθω ότι έχουµε τεράστια δύναµη.
Έχεις λογαριασµό στο Instagram;
Έχω, αλλά ίσως να είµαι η ντροπή του Instagram. (γέλια) ∆εν το έχω πολύ µε τα µέσα κοινωνικής δικτύωσης, όσο και να το προσπαθώ. Το ότι απέχω βασίζεται πιο πολύ στην ανικανότητά µου να είµαι ενεργή. Βαριέµαι να είµαι µε το κινητό στο χέρι, να σκέφτοµαι τι λεζάντα θα γράψω και ποιον θα ταγκάρω. Οσες φορές το προσπάθησα, µέσα σε δευτερόλεπτα το παράτησα γιατί µου φαινόταν βουνό. Βέβαια, καταλαβαίνω και βλέπω πια ότι έχει µεγάλη σηµασία και στη δουλειά µας.
Με ποια έννοια;
Πολλοί είναι οι σκηνοθέτες που κοιτάζουν το κοινό σου στο Instagram για να σε πάρουν για δουλειά. Αυτό για µια παράσταση σηµαίνει ότι θα φέρει κόσµο και εισιτήρια, εποµένως ένα κοµµάτι µου το καταλαβαίνει. Ενα άλλο κοµµάτι µου όµως αντιστέκεται σε αυτήν τη λογική. Και τελικά όλα τα ισορροπεί η ανικανότητά µου να το κάνω, κι εκεί τελειώνουν οι βαθύτερες αναζητήσεις.
Τι δεν ξέρουµε ακόµα για σένα και θα ήθελες να µοιραστείς µαζί µας;
Καταφέραµε πέρυσι, µέσα στην καραντίνα, να φτιάξουµε µια οµάδα, τους Mataroa (έτσι λεγόταν το πλοίο που µετέφερε Ελληνες καλλιτέχνες στη Γαλλία το ’45). Είµαστε παιδιά που έχουµε δουλέψει πολλές φορές µαζί, έξι φίλοι και κάποιοι παλιοί συµφοιτητές που έχουµε κοινή αντίληψη για τα πράγµατα. Με την οµάδα µας αυτή και τον Ακύλλα Καραζήση θα ανεβάσουµε την παράσταση Το σύντοµο καλοκαίρι της αναρχίας στο Θέατρο Τέχνης στη Φρυνίχου τον Μάιο.
Και µετά η οµάδα αυτή τι θα κάνει;
Φτιάχτηκε ούτως ή άλλως για να µας δώσει τη δυνατότητα να δουλεύουµε µεταξύ µας, οπότε θα συνεχίσει να υπάρχει.
Είναι οι κολεκτίβες η απάντηση στις δυσκολίες που περνάει η τέχνη;
Εξαρχής, η δηµιουργία µια τέτοιας οµάδας δίνει τη σιγουριά και την ασφάλεια ότι καλλιτεχνικά έστω έχεις έναν κοινό στόχο στο πώς θες να δουλεύεις. ∆εν ξέρω αν είναι η απάντηση, αλλά είναι σίγουρα πιο δηµιουργικό από το να περιµένω µε άγχος να χτυπήσει το τηλέφωνο για κάποια δουλειά.
Πηγή: H συνέντευξη φιλοξενήθηκε στο περιοδικό InStyle
Styling: Πέννυ Ιωαννίδου
Μακιγιάζ-Μαλλιά: Κωνσταντίνα Μιχοπάνου – Μαριάννα Γεντή
Ευχαριστούµε θερµά για τη φιλοξενία το Academias Hotel, academiashotel.com) και το εστιατόριο NYX Japanese Fusion Gastrobar (book@nyxrooftop.com).